Αρχαίο σκυρόδεμα αδιαπέραστο από ραδιενέργεια!
Έχει καλλιεργηθεί η άποψη ότι οι τεχνολογικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν ελάχιστες και υπολείποντο κατά πολύ των επιστημονικών τους θεωριών. Όμως ένα πλήθος ιστορικών μαρτυριών, που συστηματικά αποσιωπώνται, καταδεικνύουν το εντελώς αντίθετο.
Ακόμη και κάποια διασωθέντα μνημεία της αρχαιότητας παρουσιάζουν ως προς την τεχνολογία τους και τις ιδιότητές τους εκπληκτικά επίπεδα γνώσεως, που είναι γνωστά σε λίγους ερευνητές σήμερα. Παράδειγμα αποτελούν οι αποδείξεις για την επιστήμη της Χημείας, ένα γνωστικό κλάδο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού με τεχνολογικές εφαρμογές που δεν υπολείποντο σε τίποτε των σημερινών, κλάδο που εν τούτοις είναι λησμονημένος από το διεθνές ακαδημαϊκό κατεστημένο.
Ο Ιωάννης Τσαγκάρης, καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είναι απ’ τους ελάχιστους ερευνητές , που εδώ και χρόνια προσπαθεί να ανασύρει απ’ την ιστορία την θαμμένη γνώση των προγόνων μας. Ακολουθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο καθηγητής κ. Τσαγκάρης στο περιοδικό “Δαυλός” που φωτίζει άγνωστες πτυχές της Χημικής επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα, καθώς και η συνέντευξη του κ. Ευσταθιάδη του μηχανικού που έκανε την μελέτη του αρχαίου σκυροδέματος.
Τσιμέντο καλύτερο από το σημερινό στην αρχαία Ρόδο
ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε Τσαγκάρη, ελάχιστα γνωρίζουμε σήμερα για τις Χημικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Ποια είναι η κυρίαρχη άποψη που προβάλλεται σχετικά με την γέννηση αυτής της επιστήμης;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Οι περισσότεροι και σήμερα δέχονται, ότι η Χημεία έχει τις ρίζες της στην Αίγυπτο, που διέσωσαν οι Άραβες αλχημιστές και κατόπιν οι αλχημιστές του Μεσαίωνα. Η Ελληνική συμβολή δεν ήταν καθόλου γνωστή παλαιότερα, αλλά και σήμερα δεν προβάλλεται επαρκώς. Εκείνος που ανέδειξε την καταλυτική συνεισφορά των Ελλήνων στην γένεση αυτής της επιστήμης ήταν ο Γάλος χημικός Marcelin Berthelot γύρω στα 1888.
Ο Μπερτελώ μελέτησε αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι χημικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλες και πέρασαν στην Αλεξάνδρεια της Ελληνιστικής εποχής. Στην Ελλάδα συνεχιστής των απόψεων του Μπερτελώ και πρωτεργάτης της ανάδειξης της Ελλάδος ήταν ο Μιχαήλ Στεφανίδης από την Λέσβο, καθηγητής της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Πέρα από τις ιστορικές πηγές, που ερεύνησαν αυτοί οι δύο επιστήμονες, υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα, που να καταδεικνύουν ένα μέρος της γνώσης αυτής;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Βεβαίως. Για παράδειγμα στην Ρόδο ήκμασε η πόλη Κάμιρος, απ’ τους Ομηρικούς χρόνους μέχρι το 400 π.Χ. , όταν ο μεγάλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Ιππόδαμος έκτισε την πόλη της Ρόδου και η Κάμιρος παρήκμασε.
Στην ακρόπολη λοιπόν της Καμίρου σώζεται σήμερα κτίσμα μιας μεγάλης δεξαμενής από μπετόν, χωρητικότητας 600 κυβικών μέτρων που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Είναι πράγματι από μπετόν με προδιαγραφές, σύσταση, ποιότητα, ποιοτική αντοχή και ελαστικότητα όμοια με τις σημερινές, σύμφωνα με εργασία του κ .Ευσταθιάδη.
Ο Ε. Ευσταθιάδης είναι ένας πολύ καλός μηχανικός – συνταξιούχος νομίζω τώρα – με μεγάλη πείρα στα μπετόν – μπετόν αρμέ, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Δημοσίων έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η αξιέπαινη αυτή εργασία του έγινε το 1978, η οποία δεν αμφισβητείται πειραματικώς και αποδεικνύει ότι το μπετόν της δεξαμενής της Καμίρου είναι όμοιο και ίσως καλύτερο από το σημερινό τύπου “πόρτλαντ”.
Το εύρημα αυτό, που έχει ασφαλώς τεράστιο επιστημονικό, ιστορικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, δυστυχώς δεν προεβλήθη απ’ το Ελληνικό κράτος.
Τσιμέντο του 1000 π.Χ. αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια
ΕΡΩΤΗΣΗ : Είχατε αναφερθεί και στα μεταλλεία του Λαυρίου…
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : …να σας πω και για το Λαύριο. Το 1992 η Αμερικανίδα φυσικοχημικός Μάρθα Μπουντγουαίη έκανε μία ανακοίνωση σε συνέδριο στην Βοστώνη, στην οποία έλεγε ότι το κονίαμα της κατασκευής των επιχρίσεων των αρχαίων μεταλλευτικών δεξαμενών του Λαυρίου είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια. Πρόκειται για ένα είδος τσιμέντου που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες 3000 χρόνια πρίν – τουλάχιστον. Μάλιστα η κυρία Μπουντγουαίη συνέστησε να χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό ως μέσο επιχρίσεως των δεξαμενών αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων!
ΕΡΩΤΗΣΗ : Κύριε Τσαγκαράκη, μας αναφέρετε σπουδαία πράγματα, που όμως ελάχιστοι γνωρίζουν.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Σας είπα : Αν δεν ήταν ο Μπερτελώ και ο Στεφανίδης – θα προσθέσω και τον καθηγητή μου στο Πολυτεχνείο Προκόπη Ζαχαρία, ο οποίος και με δίδαξε τις γνώσεις αυτές – ίσως να μην γνωρίζαμε τίποτα σήμερα. Μάλιστα ο Στεφανίδης με σειρές βιβλίων του απεδείκνυε, ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οι “χυμευταί”, κάτι αντίστοιχο των σημερινών χημικών ή χημικών μηχανικών. Ο καθηγητής Ζαχαρίας υποστήριξε, ότι η Χημεία έπρεπε να γράφεται με υ και να αναφέρεται και ως “Χυμευτική”.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Πως το δικαιολογούσε αυτό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Οι αρχαίοι έλεγαν, πως, για να γίνει μία χημική πράξη, έπρεπε οι ουσίες να περάσουν από την κατάσταση του “χύματος”, που ήταν η λεπτή λειοτρίβηση της ύλης, πολύ λεπτή όπως το αλεύρι, για να αναμειχθεί με άλλο “χύμα” και με την διαδικασία της μεταλλοίωσης, της μεταβολής δηλαδή, θα δώσει ένα άλλο προϊόν. Η πράξη αυτή λεγόταν “χυμίζειν” ή ακριβέστερα “χυμεύειν” . Αυτοί που έκαναν την εργασία αυτή, που κατεύθυναν τους εργάτες, ονομάζονταν “χυμευταί”.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποια ονόματα Ελλήνων χυμευτών που διασώθηκαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Είναι αρκετά. Σας αναφέρω τον Θεόδωρο τον Σάμιο (6ος π.Χ. αιών), τον Γλαύκο τον Χίο (6ος – 5ος π.Χ.), τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, που ανακάλυψε, που ανακάλυψε και την πρώτη πετομηχανή (αεριωθούμενο) κ.λ.π.
Πως έγινε στάχτη η Ελληνική Επιστήμη
ΕΡΩΤΗΣΗ : Γιατί δεν υπάρχουν στα αρχαία κείμενα οι λέξεις χυμευτική και χυμευτής ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Διότι τα σχετικά βιβλία κάηκαν το 323 στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στην Αίγυπτο την εποχή αυτή οι Ελληνομεμφίτες είχαν αποκτήσει τεράστιο πλούτο, λόγω της ικανότητάς τους να μετατρέπουν διάφορα ευγενή μέταλλα σε χρυσό, τα οποία πούλαγαν σε υψηλές τιμές, και έτσι αποτέλεσαν απειλή για την οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Μπορούσαν δηλαδή να φτιάχνουν χρυσό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Όχι. Ουσιαστικά πρόκειται για επιχρυσώσεις. Τις γνώσεις αυτές τις είχαν πάρει από τους Έλληνες χυμευτάς, που με τον Μ. Αλέξανδρο έφτασαν εκεί. Έτσι ο Διοκλητιανός διατάζει, όλα τα βιβλία που περιείχαν τις λέξεις “Χυμεία” και “Χυμευτική” να καούν, όπως και έγινε. Τα έκαψαν και στο Σεράπειο και στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Οι στρατιώτες έμπαιναν ακόμη και σε σπίτια, όπου είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν τέτοια βιβλία. Και ξέρετε πως σώθηκαν μερικά; Κάποιοι χυμευτές πέθαναν πριν τον διωγμό, ήταν Αιγύπτιοι με Ελληνική μόρφωση. Όπως ξέρετε μέσα στην μούμια έβαζαν και τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού. Έτσι στις Θήβες της Αιγύπτου τον 19ο αιώνα βρέθηκαν δύο μούμιες, που περιείχαν χειρόγραφα Χυμευτικής, τα οποία μεταφέρθηκαν στο μουσείο Λέυντεν της Ολλανδίας, που αναφέρουν εκπληκτικά πράγματα :
Παρασκευή χρωμάτων, γυαλιών, τεχητών πολύτιμων λίθων, επιχρυσώσεις, όπως ακριβώς κάνουν σήμερα, και ονομασίες στοιχείων όπως π.χ. η σημερινή σόδα ήταν το “νίτρον” αρχαίων Ελλήνων. Αυτά διάβασε ο Μπερτελώ και πείσθηκε, πως η σημερινή επιστήμη της Χημείας προέρχεται απ’ τους αρχαίους Έλληνες. Το “λεξικό της Σούδας” – και όχι του “Σουΐδα”, όπως το λένε – αναφέρει, ότι σύμφωνα με το διάταγμα του Διοκλητιανού στην Αλεξάνδρεια, και πιθανώς και σε άλλες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατακάηκαν “ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΥΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΥ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙΟΙΣ ΑΥΤΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΣ ΜΗΚΕΤΙ ΠΛΟΥΤΕΙΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙΣ ΕΤΙ ΤΟΙΑΥΤΗΣ ΠΕΡΙΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΗΔΕ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥΣ ΘΑΡΡΟΥΝΤΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΝ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΝΤΑΙΡΕΙΝ” [= τα περί χημείας και χρυσού βιβλία που είχαν γράψει οι αρχαίοι, για να μην πλουτίζουν πια οι Αιγύπτιοι ασχολούμενοι με την τέχνη αυτή και με τα χρήματα να αποκτούν θάρρος, για να επαναστατούν εναντίον των ρωμαίων].
ΕΡΩΤΗΣΗ : Ασφαλώς οι χημικές γνώσεις των Ελλήνων θα επηρέασαν τις φιλοσοφικές τους αντιλήψεις για την ουσία της ύλης;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Βεβαίως. Οι χυμευτές, αυτοί οι πρακτικοί φιλόσοφοι, ήταν κατά κάποιο τρόπο η πειραματική πλευρά και ταυτόχρονα η εφαρμογή της επιστημονικής θεωρίας.
Η απάτη του δόγματος “Εξ ανατολών το φως”
ΕΡΩΤΗΣΗ : παρ’ όλη αυτή την πληρότητα η κατεστημένη άποψη διεθνώς μιλά για την γέννηση του Πολιτισμού αλλού και όχι στην Ελλάδα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ακούστε, τα πράγματα είναι απλά. Η επιστημονική γνώση είναι καθαρή Ελληνική σκέψη. Από την ιστορική πλευρά υπάρχουν πολλά κείμενα αρχαίων συγγραφέων, ενώ αντίθετα κείμενα Περσών, Βαβυλωνίων, Χαλδαίων, Αιγυπτίων, Φοινίκων δεν υπάρχουν. Η παλαιά Διαθήκη είναι το μόνο κείμενο που αναφέρεται στην ύλη, όμως καθαρά θεοκρατικά. Οι Ελληνικές αντιλήψεις αντίθετα συμβαδίζουν με τις σημερινές κατακτήσεις της επιστήμης. Αυτά σκοπίμως αποκρύπτονται διεθνώς από ανθελληνικά κέντρα και από θεωρίες όπως του μπερνάλ ή του χάντινγκτον.
Καταλαβαίνετε πως αν δεν υπήρχε ο Μπερτελώ, δεν θα ξέραμε τίποτε για την συμβολή των Ελλήνων στην Χημεία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλες τις επιστήμες.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Υπάρχει σε κάποιο Ελληνικό πανεπιστήμιο έδρα Ιστορίας της Χημείας, ώστε να ανασκευαστούν οι κατασκευασμένες απόψεις;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Όχι. Υπήρχε όσο ζούσε ο Στεφανίδης και την κρατούσε γιατί ήταν ο Στεφανίδης. Προσπαθούμε σήμερα να την καθιερώσουμε και πάλι. Εγώ θέλω να κάνω το χρέος μου στην επιστήμη που υπηρετώ. Να καταδείξω δηλαδή την συμβολή των προγόνων μας. Αν ήμουν γιατρός θα το έκανα στην Ιατρική.
Στον λόφο όπου εντοπίζεται η ακρόπολη της αρχαίας Καμίρου στην Ρόδο, πλησίον του ναού της Αθηνάς Καμιράδος, βρίσκεται αρχαιότατη δεξαμενή χωρητικότητας 600 περίπου κυβικών μέτρων. Η δεξαμενή αυτή, το κτίσιμο της οποίας χρονολογείται κατά προσέγγιση στο 900 π.Χ., είναι κατασκευασμένη από ένα υλικό σκληρό και αδιάβροχο, η παρουσία του οποίου προέτρεψε προ πολλών ετών τον επίτιμο διευθυντή του τ. Υπουργείου Δημοσίων Έργων κ. Ευστάθιο Ευσταθιάδη, που βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους στην Ρόδο, να λάβει δείγματα του υλικού αυτού και να προχωρήσει σε χημική ανάλυσή τους.
Όπως τελικά διεπίστωσε, πρόκειται για ένα μείγμα αδρανούς υλικού, το οποίο συνιστά έναν τύπο σκυροδέρματος (τσιμέντου), που ελάχιστα διαφέρει από το εν χρήσει σημερινό (τύπου πόρτλαντ). Ο κ. Ευσταθιάδης συνέγραψε και ειδική μονογραφία για το θέμα με πληθώρα ιστορικών, τεχνικών και χημικών πληροφοριών.
Ακολουθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Ευσταθιάδης στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ»
ΕΡΩΤΗΣΗ : Θα ήθελα να μας πείτε, κ. Ευσταθιάδη, εάν υφίστανται διαφορές μεταξύ του σκυροδέματος που ανακαλύψατε στην Κάμιρο και του σημερινού εν χρήσει μπετόν.
ΠΑΝΩ: Το τεμάχιο αυτό του σκυροδέματος από την δεξαμενή της Καμίρου απεκόπη για περαιτέρω μελέτη από τον κ. Ευστ. Ευσταθιάδη και φυλάσσεται έως σήμερα επιμελώς από τον ίδιο (φωτ. Ε. Ευσταθιάδη δημοσίευση περιοδ. Δαυλός)
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ουσιαστικά δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά. Η τεχνολογία του σημερινού μπετόν, που χρησιμοποιείται στα οποιαδήποτε έργα, οικοδομές, λιμάνια, γέφυρες, αεροδρόμια κλπ, είναι ακριβώς ίδια με αυτήν του αρχαίου Ελληνικού μπετόν. Μία μικρή ωστόσο αλλά αξιοπρόσεκτη και σημαντική υπέρ του αρχαίου Ελληνικού σκυροδέματος διαφορά είναι, ότι οι αρχαίοι πρόσεξαν να δώσουν στην τσιμεντένια μεμβράνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ όλων των κόκκων της συνθέσεως του μπετόν, λίγο μεγαλύτερο πάχος απ’ ότι βλέπει κανείς στο σημερινό μπετόν.
Αυτό αποτελεί μία από τις αποδείξεις της σοφίας των αρχαίων Ελλήνων μηχανικών.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Εκτός απ΄ το συγκεκριμένο δείγμα της Καμίρου, ενδέχεται το σκυρόδεμα να ήταν γνωστό και εν χρήσει και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Είχα παρακαλέσει το Υπουργείο Πολιτισμού να μου υποδείξει θέσεις κι άλλων αρχαίων κατασκευών, κυρίως δεξαμενών. Πράγματι μου είχε στείλει ένα πίνακα με υπάρχουσες δεξαμενές και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου. Η διατήρηση όμως της στεγανοποίησης των αυτών δεν ήταν τόσο καλή, όσο αυτή της προτύπου κατασκευής της Καμίρου.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Γνωρίζουμε, κ. Ευσταθιάδη ότι το τσιμέντο είναι εφεύρεση των τελευταίων εκατό ετών από τους Άγγλους. Πως συνέβαινε οι αρχαίοι Έλληνες να γνωρίζουν ένα πανομοιότυπο υλικό στην εποχή τους;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Οι τεχνικοί είχαν την σοφία, παράλληλα με όλες τις άλλες φιλοσοφικές τοποθετήσεις τους, να παρατηρήσουν ότι το χώμα της Σαντορίνης, που είχε βγει από το ηφαίστειο, έχει ιδιαίτερες ιδιότητες, που το κάνουν να διαφέρει από όλα τα γνωστά ανά τον Ελλαδικό χώρο εδάφη.
Πειραματίστηκαν επάνω σ’ αυτό, αφού τους κίνησε την περιέργεια, και κατέληξαν όχι μόνο να το χρησιμοποιούν αναμιγνύοντάς το με ασβέστη, ο οποίος τους ήταν ήδη από παλαιότερα γνωστός, αλλά και να παράγουν μία “λάσπη”, η οποία άντεχε περισσότερο στο νερό και μπορούσε να πήξει μέσα σε αυτό, σε αντίθεση με άλλα κοιτάσματα από φυσική άμμο και ασβέστη. Αλλά εν συνεχεία, αφού επεξέτειναν τις μελέτες τους, διεπίστωσαν ότι το λεπτότατο υλικό της “Θηραϊκής γης”, που υφίσταται σε πολύ μικρό ποσοστό, ίσως κάτω του 20%, είναι και το πλέον ουσιώδες.
Γι’ αυτό το λόγο επενόησαν κάποια γνωστή μόνο σ’ αυτούς μέθοδο την οποία εφήρμοσαν σε εκτεταμένη κλίμακα για την παραγωγή των γεωδών χρωστικών υλών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την βαφή και ζωγραφική των αρχαίων Ελληνικών αγγείων. Κατασκεύαζαν έτσι αυτά τα απαράμιλλα έργα τέχνης, η αντοχή των οποίων ακόμα και μέσα στην θάλασσα με την πάροδο όχι μόνο των αιώνων αλλά και των χιλιετιών παραμένει αναλοίωτη.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Είναι γνωστό ότι η παρασκευή τσιμέντου σήμερα προϋποθέτει την καύση των συστατικών σε καμίνους. Αυτό συνέβαινε και τότε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Σε ότι αφορά την παραγωγή, η διαφορά με το σημερινό τσιμέντο είναι ότι σε όλη την υφήλιο παρασκευάζεται μέσα σε απλές καμίνους, στις οποίες προσθέτουν το μίγμα των πρώτων υλών, το οποίο ψήνεται εκεί, ενώ στην αρχαία Ελλάδα θεωρώ ότι χρησιμοποιούσαν διπλές καμίνους. Η μία εξ’ αυτών δεν ήταν άλλη από το ηφαίστειο, όπου στα έγκατα της γης ψηνόταν το φυσικό γεώδες υλικό, που κατόπιν χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη, για να παρασκευάσουν το τσιμέντο. Το δεύτερο καμίνι ήταν το τεχνητό, όπου έψηναν τον ασβεστόλιθο και έβγαζαν ασβέστη.
Σε συνδυασμό τώρα της μεθόδου της “υδαταιώρησης” του επεξεργασμένου υλικού του ηφαιστείου, της αναμίξεως δηλαδή της Θηραϊκής γης με νερό και της αφαιρέσεως του νερού μετά από εικοσιτετράωρη καθίζηση, πετύχαιναν την λήψη του ανωτάτου στρώματος της στάθμης, που αποτελεί και το ένα συστατικό του τσιμέντου. Το δεύτερο συστατικό, όπως είπαμε, ήταν ο ασβέστης που ψηνόταν σε δεύτερο καμίνι. Τα δύο αυτά υλικά σε ορισμένη αναλογία μεταξύ τους και με την προσθήκη νερού δίνουν ένα κράμα, που έχει τις ίδιες χημικές ιδιότητες με το σημερινό τσιμέντο “Portland”.
Επομένως η μόνη ουσιαστική διαφορά του αρχαίου τσιμέντου με το σημερινό τσιμέντο είναι, ότι το πρώτο παρήγετο με βάση την εμπνευσμένη τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων τεχνικών.<