Σε πλήρη εξέλιξη είναι, όπως όλα δείχνουν τα γεωπολιτικά παιχνίδια και οι γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί με επίκεντρο την ενέργεια, σε μία περίοδο κρίσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, έντασης στην ανατολική Ευρώπη και «ψυχροπολεμικές σχέσεις» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Ένας «Ψυχρός Πόλεμος» που πυροδοτήθηκε με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία, αλλά έχει πολύ βαθύτερα αίτια, καθώς οι ανταγωνισμοί μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας οξύνονται συνεχώς.
Η Δύση και δη οι ΗΠΑ έχουν βάλει ως βασικό στόχο την άσκηση πιέσεων και μέσω της ενέργειας στη Μόσχα, η οποία επεκτείνει τις συνεργασίες της – εκτός από την Ευρώπη – προς Ανατολάς, βάζοντας στόχο την τεράστια, αστείρευτη και πεινασμένη ενεργειακά αγορά της Κίνας.
Σε δηλώσεις του την Παρασκευή, στα κινεζικά ΜΜΕ, πριν την έναρξη της Συνόδου Κορυφής για την Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού (APEC), αλλά και της Συνόδου των G20, στην Αυστραλία ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν άφησε σαφείς αιχμές ότι η πτώση των τιμών του πετρελαίου σε διεθνές επίπεδο, η οποία πλήττει την οικονομία της χώρας του, είναι εν μέρει τουλάχιστον καθοδηγούμενη και οφείλεται εν μέρει σε πολιτικούς λόγους.
«Φυσικά, η προφανής αιτία για την πτώση των τιμών του πετρελαίου παγκοσμίως είναι η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της (παγκόσμιας) οικονομίας, κάτι που σημαίνει πως η κατανάλωση ενέργειας μειώνεται σε ένα ολόκληρο φάσμα χωρών», υπογράμμισε ο Πούτιν, σε δηλώσεις του την Παρασκευή, προσθέτοντας ωστόσο ότι «υπάρχει πάντοτε μια πολιτική συνιστώσα στην διαμόρφωση των τιμών του πετρελαίου (…). Σε ορισμένες περιόδους κρίσης, αρχίζει να δημιουργείται η αίσθηση πως είναι οι πολιτικές σκοπιμότητες αυτές που πρυτανεύουν όσον αφορά την διαμόρφωση των τιμών των ενεργειακών πόρων».
Οι αναλυτές στη Ρωσία εκτιμούν ότι η μείωση των τιμών του πετρελαίου είναι μια συνωμοσία της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ με στόχο να πληγεί η Μόσχα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή του ρωσικού αργού έχει υποχωρήσει σχεδόν κατά 25% από τα τέλη του Ιουνίου, γεγονός που αντανακλά την παγκόσμια τάση σε ό,τι αφορά τις τιμές του μαύρου χρυσού. Η τιμή του πετρελαίου διαμορφώνεται λίγο πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι – πολύ κάτω από την τιμή που επιθυμεί το Κρεμλίνο, τα 114 δολάρια – ώστε να ισοσκελίζεται ο ρωσικός προϋπολογισμός, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη περισσότερο η ρωσική οικονομία, η οποία βλέπει ήδη τις επιπτώσεις των κυρώσεων τις οποίες επέβαλε η Δύση εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία.
«Τα βήματα που κάνουμε… προβλέπουν την περαιτέρω διαφοροποίηση της διάρθρωσης και των πηγών ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας, καθώς και τη μείωση της υπερεξάρτησής μας από την ευρωπαϊκή αγορά υδρογονανθράκων, μεταξύ άλλων, λόγω της ανάπτυξης των εξαγωγών πετρελαίου και αερίου σε χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού», υπογράμμισε ο Πούτιν.
Για τη Ρωσία σε ιδιαίτερης σημασίας αγορά αναδεικνύεται η Κίνα, και η ευρύτερη η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού για τον κλάδο της ενέργειας, καθώς η Μόσχα, η οποία εφοδιάζει την Ευρώπη με περίπου το ένα τρίτο της ενέργειας που καταναλώνει έχει ήδη αρχίσει να διαθέτει περισσότερο πετρέλαιο στην Κίνα, και σκοπεύει να διπλασιάσει την ποσότητα που της πωλεί εντός της δεκαετίας.
Σημειώνεται επίσης ότι η μεγαλύτερη εταιρεία φυσικού αερίου της Ρωσίας, η Gazprom, έχει εξάλλου συμφωνήσει ήδη να αρχίσει να παραδίδει αέριο μέσω αγωγού στην Κίνα από το 2019 και σταδιακά να της διαθέτει 38 δισεκ. κυβικά μέτρα το χρόνο, ποσότητα που ξεπερνά κατά πολύ αυτή που αγοράζει οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Στις ίδιες δηλώσεις του ο Ρώσος Πρόεδρος έκανε λόγο και για τη σύμπραξη των ΗΠΑ με χώρες του Ειρηνικού μέσω της TPP της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου που προτείνει η Ουάσινγκτον σε χώρες της Ασίας, περιλαμβανομένης της Ιαπωνίας, αλλά χωρίς τη συμμετοχή της Κίνας και της Ρωσίας, υπαινισσόμενος την προσπάθεια απομόνωσης Πεκίνου και Μόσχας.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, βρίσκεται ήδη στο Πεκίνο όπου θα έχει συνομιλίες με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινγκπίνγκ πριν την έναρξη του διήμερου φόρουμ που ξεκινά τη Δευτέρα και μέχρι στιγμής δεν είναι σαφές εάν θα υπάρξει – έστω και άτυπη – συνάντηση με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος θα βρίσκεται στο Πεκίνο τη Δευτέρα.
Δεδομένου ωστόσο ότι κάθε δράση προκαλεί μία αντίδραση, η μείωση των τιμών του πετρελαίου, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος που απαιτείται για την αξιοποίηση νέων πηγών ενέργειας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου – η οποία μαστίζεται από κρίσεις οι οποίες κλιμακώνονται συνεχώς – ενδέχεται να αποδειχθεί μπούμπεραγκ τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη. Είναι σαφές άλλωστε ότι το κόστος για εξόρυξη υδρογονανθράκων από πηγές που εντοπίστηκαν πρόσφατα, όπως στην Αποκλεισιτκή Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι ιδιαίτερα μεγάλο και σε αυτό θα πρέπει να προστεθούν και τα ερωτήματα για τη μεταφορά του. Πρέπει δηλαδή να επιλυθεί το πρόβλημα πώς θα μεταφερθούν στην Ευρώπη, τα οφέλη των ενεργειακών πηγών της Ανατολικής Μεσογείου, τι κόστος θα έχει και ποιες θα πώς θα διαμορφωθούν τότε οι τιμές...