Κατά το έτος 256 π.Χ., οι ρωμαϊκές λεγεώνες μοιάζουν ανίκητες. Έχουν καταλάβει τις μεγαλύτερες πόλεις της Καρχηδονίας γης και σειρά έχει ο Τύνητας (σημερινή Τύνιδα, πρωτεύουσα της Τυνησίας). Στην Καρχηδόνα που βρίσκεται 15 χιλιόμετρα μακριά από τον Τύνητα, μαθαίνουν τα νέα. Θρηνούν για τα στρατεύματά τους που καταστράφηκαν για πολλοστή φορά από τους Ρωμαίους. Οι γηραιότεροι θυμούνται έναν άλλον άντρα που έφτασε τόσο κοντά στην Καρχηδόνα, τον Αγαθοκλή τον Συρακούσιο. Η απόγνωση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Οι μεγάλοι στρατηγοί τους Ασδρούβας, Αμίκλας και Βώσταρος αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τον ανώτερο ρωμαϊκό στρατό.
Οι Καρχηδόνιοι ζητάνε στρατηγό αλλά δεν βρίσκουν κανέναν ικανό ανάμεσά τους. Μεταξύ των άλλων ιδεών, ακούγεται και η ιδέα να φωνάξουν Έλληνες μισθοφόρους που είναι οι πιο αξιόμαχοι και σκληροτράχηλοι στον κόσμο. Όλοι συμφωνούν μην έχοντας καλύτερη επιλογή. Στέλνουν ένα πλοίο στην Ελλάδα για να φέρει στρατιώτες. Εν τω μεταξύ, οι Ρωμαίοι παίρνουν με το μέρος τους, τους υπηκόους των Καρχηδονίων Νουμίδες και ελέγχουν όλη την Καρχηδόνεια ενδοχώρα. Ο κλοιός σφίγγει σιγά –σιγά σαν μια αόρατη θηλιά. Η κατάσταση εντός των τειχών της Καρχηδόνας είναι κάτι παραπάνω από απελπιστική, είναι πλέον δραματική απ’ όλες τις απόψεις. Μόνο όταν θα καταφθάσουν τα πλοία με τους πρώτους Έλληνες μισθοφόρους, οι Καρχηδόνιοι θα ανακτήσουν και πάλι το χαμένο τους ηθικό, αναγνωρίζοντας σε αυτά τα παλληκάρια την σωτηρία της πόλης τους.
Εισερχόμενοι οι Έλληνες μισθοφόροι δεν φαίνεται να εντυπωσιάζονται από την πόλη. Έχουν δει με τα μάτια τους όλες τις μεγάλες πόλεις της Ανατολής στις μάχες των επιγόνων (γιων των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Πρώτο τους μέλημα αποτελεί η δημιουργία στρατοπέδου.
Τις ώρες της ανάπαυσης οι στρατιώτες συζητούν μεταξύ τους. Τα θέματα συζήτησης αφορούν την προπαρασκευή της μάχης, τον εξοπλισμό και τις τακτικές. Οι Έλληνες μισθοφόροι έχουν μαζευτεί γύρω από έναν Λακεδαιμόνιο που οι πίκρες και οι αδικίες τον έδιωξαν από την πατρώα γη, την τρισένδοξη Λακεδαίμονα. Είναι ο Ξάνθιππος, ο οποίος, αναλύει στους άλλους Έλληνες τα αίτια της ήττας των Καρχηδονίων, λέγοντας πως είναι ο ίδιοι που φταίνε για την μοίρα τους, τα λάθη τακτικής και το απόλεμο του στρατού τους. Η συζήτηση γίνεται όλο πιο ενδιαφέρουσα, μαζεύονται όλο και περισσότεροι στρατιώτες για να ακούσουν αυτόν τον σοφό στρατηγό που έχει ψηθεί σε τόσες και τόσες μάχες. Ένας άνδρας πηγαίνει στους Καρχηδόνιους άρχοντες και λέει ότι άκουσε από αυτόν τον άνδρα. Οι άρχοντες οργίζονται που τους κρίνει έτσι ένας μισθοφόρος.
Απ’ την άλλη όμως έχουν την περιέργεια να ακούσουν τι έχει να τους πει. Η πίεση των Καρχηδονίων προς τους άρχοντες τελικά, φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα. Ο Ξάνθιππος καλείται μπροστά στους άρχοντες να εκφράσει τις απόψεις και τις προτάσεις του. Τους γοητεύει από την πρώτη στιγμή και κυριολεκτικά κρέμονται από τα χείλη αυτού του Λάκωνα. Ο Ξάνθιππος ζητάει την αρχιστρατηγία του στρατού. Οι Καρχηδόνιοι στρατηγοί και οι άρχοντες δυσφορούν. Πώς αυτοί που έχουν τόσα και τόσα αξιώματα θα ταχθούν κάτω από τις διαταγές ενός απλού μισθοφόρου. Υπό την πίεση του κόσμου δέχονται την πρότασή του.
Ο Ξάνθιππος πιάνει αμέσως δουλειά. Διατάζει τον στρατό να βγει έξω από τα τείχη και αρχίζει τα γυμνάσια. Δίνει στους στρατιώτες πιο μακριά δόρατα (τύπου σάρισας). Οι Καρχηδόνιοι εκπλήσσονται με αυτά που βλέπουν και φωνάζουν ρυθμικά το όνομα του Ξάνθιππου. Η εκπαίδευση θα συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό μέχρι να φτάσει στα μέτρα που τον θέλει ο Ξάνθιππος, έτσι ώστε, να νοιώσει ότι είναι έτοιμος για να βαδίσει εναντίον των Ρωμαίων.
Ο καιρός της προετοιμασία πέρασε. Καρχηδόνιοι και οι Έλληνες μισθοφόροι φτάνουν έξω από τον Τύνητα. Οι Καρχηδόνιοι έχουν 16.300 στρατιώτες αποτελούμενοι από 12.000 πεζούς, 4.000 ιππείς και 100 αφρικανικούς ελέφαντες. Από την πλευρά τους οι Ρωμαίοι είχαν για στρατηγό έναν από τους δύο υπάτους, τον Μάρκο Αττίλιο Ρέγκουλο, ο οποίος, μετά από τόσες νικηφόρες μάχες εναντίον των Καρχηδονίων, δεν περίμενε ότι θα του επιτεθούν. Έτσι λοιπόν, ανασυντάσσει τον στρατό του και πάει 2 χιλιόμετρα μακρύτερα. Διαθέτει γύρω στους 15.000-18.000 και από αυτούς μόνο οι 500 ήταν ιππείς. Ο Ρέγκουλος για να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα των Καρχηδονίων, τους 100 ελέφαντες έταξε σε πυκνές γραμμές το πεζικό του.
Ο Ξάνθιππος παρέταξε στο κέντρο της παράταξης, τα τεθωρακισμένα της εποχής, τους ελέφαντες και πλάι τους όλο το ιππικό. Το πεζικό το έβαλε αρκετά πίσω από τους ελέφαντες στην περίπτωση που το διαλύσουν οι Ρωμαίοι να μην ποδοπατήσει στην υποχώρηση τους πεζούς του. Οι 2.000 Έλληνες οπλίτες μπήκαν πιο μπροστά και πιο δεξιά από τους Καρχηδόνιους σαν δόλωμα για τους Ρωμαίους. Οι πελταστές και όλοι οι ψιλοί (ελαφριά οπλισμένοι άνδρες) μπροστά από τους ελέφαντες και το πεζικό για να τους υποστηρίζουν και να παρενοχλούν με τις βολές τους τις συμπαγείς ρωμαϊκές λεγεώνες.
Οι δύο στρατοί είναι έτοιμοι για μάχη. Ο Ρέγκουλος κάνει το πρώτο βήμα ρίχνοντας στην μάχη τους Βελίτες γροσφομάχους (ελαφριοί πεζοί εκπαιδευμένοι στην εξουδετέρωση ελεφάντων). Ο Ξάνθιππος διατάζει τους ψιλούς να επιτεθούν.
Η μάχη αρχίζει και οι πρώτοι νεκροί πέφτουν και από τις δύο πλευρές. Οι Ελέφαντες επιτίθενται. Τα μεγαθήρια τρέχουν με ορμή και πατάνε όποιον Ρωμαίο λεγεωνάριο βρουν, το βάθος όμως της λεγεώνας είναι μεγάλο. Τα μεγαθήρια σχίζουν τις σάρκες των στρατιωτών με τους χαυλιόδοντές τους και τους λιώνουν με τα πόδια τους. Οι Ρωμαίοι τα χάνουν, αλλά μένουν σταθεροί στις γραμμές τους, διότι γνωρίζουν πως αν διαλυθούν το μόνο που τους περιμένει είναι ένας οικτρός θάνατος. Ένα ρωμαϊκό επίλεκτο σώμα 2.000 πεζών, επιτίθεται στο δεξί κέρας, εκεί που βρίσκονται οι Έλληνες μισθοφόροι. Οι Έλληνες αμύνονται, τα ξίφη τους πετάνε σπίθες και οι ασπίδες τους βάφονται με αίμα.
Η μάχη εξελίσσεται πια σε μάχη σώμα με σώμα. Οι Έλληνες υποχωρούν συντεταγμένα, φαίνεται πως η λεγεώνα κερδίζει την μάχη απέναντι στην Ελληνική φάλαγγα. Οι Ρωμαίοι όμως σαν τα ποντίκια πέφτουν στην έξυπνη παγίδα του Ξάνθιππου. Στο κενό όμως που άφησαν αυτοί οι επίλεκτοι Ρωμαίοι, εισχωρεί το Καρχηδονιακό ιππικό που είχε εξουδετερώσει από πριν το λιγοστό Ρωμαϊκό ιππικό. Το Καρχηδονιακό ιππικό χτυπάει με όλη του την ορμή την ρωμαϊκή λεγεώνα και την περικυκλώνει. Το Ρωμαϊκό πεζικό ήδη καταπονημένο από τους ελέφαντες τα έχει χαμένα. Οι ελέφαντες ισοπεδώνουν κυριολεκτικά κάθε εστία αντίστασης και το Καρχηδονιακό πεζικό που ακολουθάει αποτελειώνει όποιον μένει να αντιστέκεται.
Η λεγεώνα χάνει την συνοχής της και υποχωρεί ατάκτως. Ο Ρέγκουλος, συγκλονισμένος από την έκβαση της μάχης, παίρνει μαζί του 500 άνδρες και τρέπεται σε φυγή. Η μάχη έχει πια κριθεί. Οι Ρωμαίοι αφήνουν στο πεδίο της μάχης περίπου 13.000 στρατιώτες νεκρούς, δηλαδή, σχεδόν το 90% του στρατού τους, ενώ οι Καρχηδόνιοι μόνον 800 νεκρούς, δηλαδή, ούτε το 5% του στρατού τους. Ο Ρέγκουλος και οι 500 στρατιώτες αιχμαλωτίζονται μετά από καταδίωξη. Οι μόνοι που ξεφεύγουν είναι οι 2.000 επίλεκτοι που κατεδίωξαν τους Έλληνες. Η νίκη είναι μεγαλειώδης. Τον ελιγμό που έκανε ο Ξάνθιππος τον εφάρμοσε αργότερα και ο Αννίβας (στην μάχη των Καννών της Ιταλίας το 216π.Χ.).
Η υποδοχή του Ξάνθιππου και του στρατού είναι κάτι παραπάνω από θριαμβευτική. Όλοι ζητωκραυγάζουν το όνομα αυτού του άνδρα που κέρδισε σε μια μάχη τον αήττητο μέχρι τότε ρωμαϊκό στρατό. Ο Ξάνθιππος όμως, καταλαβαίνοντας τον φθόνο που είχαν γι’ αυτόν οι Καρχηδόνιοι άρχοντες, πληρώθηκε την αμοιβή του και έφυγε για την χώρα του Νείλου και μπήκε στο στρατό του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη.
Πυρήνας Καβάλας
Αίας ο Τελαμώνιος