Η πρώτη μου εκδρομή στην αθηναϊκή Αγορά ήταν μέσα στη ζέστη, κατακαλόκαιρο του 2007. Όταν μπήκα στην Αγορά, αντίκρισα ένα πλήθος. Άνθρωποι όλων των εθνών, που αψηφούσαν τον σκονισμένο αέρα: συνταξιούχοι, φίλοι και γκρουπ μαθητών. Για κάθε ηλιοκαμένο άτομο που χασμουριέται από πλήξη όταν βρίσκεται σε έναν αρχαιολογικό χώρο υπάρχει κάποιος άλλος που χάνεται στις σκέψεις του, καθώς φαντάζεται μια φιλοσοφική ή δημοκρατική συζήτηση του παρελθόντος ανάμεσα στις κολόνες των μνημείων ή βλέπει τις αρχαίες κρήνες να ξεχειλίζουν από νερό. Κι ενώ οι εμπειρίες των επισκεπτών από τα αρχαία ερείπια έχουν προσωπικό και άρα μοναδικό χαρακτήρα, όλες αυτές οι ομάδες θα συμφωνούσαν σε ένα πράγμα αργότερα εκείνη τη νύχτα: το ελληνικό φαγητό είναι καλό, ίσως θα 'πρεπε να πάρουμε κι άλλους κολοκυθοκεφτέδες, παϊδάκια ή γιαούρτι με μέλι...
Μαρμάρινο τμήμα από το νότιο τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα που απεικονίζει νέους να οδηγούν βόδια στη θυσία (438-432 π.Χ.). Βρετανικό Μουσείο © The Trustees of the British Museum
Όταν τα μνημεία ήταν ακόμα στη θέση τους, πρέπει να μαζευόταν πλήθος στην Αγορά. Το πλήθος αυτό θα απαρτιζόταν πρωτίστως από Αθηναίους πολίτες που γεύονταν την τσίκνα των ζώων που θυσιάζονταν για τα Παναθήναια. Τα Παναθήναια γίνονταν τον πρώτο μήνα του αθηναϊκού έτους, τον Εκατομβαιώνα, έναν μήνα που πήρε το όνομά του από τη θυσία εκατό ζώων. Οι Αθηναίοι περιέφεραν βοοειδή και άλλα ζώα μέσα από την Αγορά και ως την Ακρόπολη, όπως φαίνεται και στη ζωφόρο του Παρθενώνα, προκειμένου να καθαγιαστεί το μεγάλο φαγοπότι. Το κρέας θα μοιραζόταν αργότερα στην Αγορά ή κάπου εκεί κοντά.
Τα πέτρινα ημερολόγια των θυσιών και αρχαία κείμενα αποκαλύπτουν συχνές θυσίες ζώων: ένας Αθηναίος πολίτης του 350 π.Χ. μπορεί να παρευρισκόταν σε σαράντα περίπου φαγοπότια μετά θυσιών ετησίως. Κάθε χρόνο η πόλη παρείχε 800 βοοειδή και 500 κατσίκες περίπου και οι δήμοι 200 βοοειδή και 2.500 πρόβατα και κατσίκες (Rosivach 1994). Το τελετουργικό της θυσίας έχει γίνει, ευτυχώς, ευρέως γνωστό από την αρχαία τέχνη, κείμενα και καμένα οστά (Reese 1989). Οι Αθηναίοι αφαιρούσαν τη σάρκα από τα μηριαία οστά των ζώων, τα άλειφαν με λίπος και τα έκαιγαν επάνω στον βωμό. Οι φλόγες, ενισχυμένες από το λίπος, έφταναν ως τον ουρανό και η τσίκνα του ψησίματος κατέβαινε στους κατοίκους της πόλης.
Όμως, μερικές εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, πριν ανεγερθούν τα μνημεία της Αγοράς, τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ένα πολύ διαφορετικό σκηνικό: οικογένειες που ζούσαν σε σπίτια. Χωρίς το αποχετευτικό σύστημα, η περιοχή πρέπει να γινόταν ελώδης κατά τη διάρκεια ενός βροχερού χειμώνα. Χωρίς τις κρήνες, το νερό προερχόταν από τα πηγάδια που συχνά έφταναν σε βάθος μεγαλύτερο των είκοσι μέτρων. Χωρίς φαρδείς δρόμους, τα αγαθά δεν μπορούσαν να μεταφέρονται τόσο εύκολα. Ωστόσο, τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. η ανάπτυξη της αστικής υποδομής άλλαξε εντελώς την ίδια τη διάρθρωση της καθημερινότητας των κατοίκων.
Η πιο πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα διήρκεσε τρία χρόνια. Η τρέχουσα αρχαιολογική έρευνά μου έχει στόχο να γεμίσει τα άδεια ερείπια που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές με αρχαίους ανθρώπους. Επέλεξα το φαγητό ως το θέμα της έρευνας επειδή είναι πρωταρχικής σημασίας για την υγεία μας, κατέχει κεντρικό ρόλο στην κοινωνική μας ζωή και αποτελεί καθημερινή εμπειρία. Οι περισσότεροι χώροι και τα εκθέματα που έχουν ανασκαφεί έχουν κάποια σχέση με το φαγητό. Η διαδικασία του φαγητού λαμβάνει χώρα παντού, είτε το περιβάλλον είναι θρησκευτικό, ιδιωτικό, πολιτικό, νεκρώσιμο ή διασκεδαστικό. Οι δύο πιο συνηθισμένοι τύποι αρχαιολογικών ευρημάτων είναι αποθηκευτικά σκεύη για το φαγητό (ή ποτό) και κατάλοιπα φαγητού. Πώς, λοιπόν, μπορεί η ανάπτυξη ενός αστικού περιβάλλοντος να επηρεάσει την καθημερινή ζωή των κατοίκων του;
Οστά από σφαγμένα ζώα στην Αρχαία Αγορά. Φωτογραφία: Jonida Martini
1.Χοιρινοί γνάθοι
2.Kομμάτια σπονδυλικής στήλης και πλευρών ζώου.
3.Κομμάτια από ισχύο βοοειδούς.
4.Ώμος σφαγμένου ελαφιού.
5.Οστό σφαγμένου γαϊδουριού.
6.Οστά ποδιών προβάτου και κατσίκας, με εμφανές το σημείο όπου κόπηκε το γόνατο.
7.Οστά σφαγμένου βοοειδούς.
8.Οστό σκύλου με σημάδι από μαχαίρι.
Πριν από την ανάπτυξη του κέντρου της αρχαίας Αθήνας, τα σπίτια της περιοχής ήταν μεγαλύτερα και είχαν αποθηκευτικούς χώρους με πολύ μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία φαγητών και υγρών που αποδείκνυαν το κοινό χαρακτηριστικό της μακροχρόνιας αποθήκευσης: τρόφιμα για ένα ή δύο χρόνια. Η γενιά που ακολούθησε την ανάπτυξη της αστικής Αγοράς είχε μικρότερα σπίτια κι εργαστήρια, κι έτσι τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία εξαφανίστηκαν από την περιοχή (Rotroff 2006). Η ανάπτυξη των κρηνών και της Αγοράς σήμαινε ότι οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη πια να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες φαγητού ή ποτού. Τα κεραμικά αγγεία που προορίζονταν για μαγειρική και σερβίρισμα αρχίζουν να ποικίλλουν σε σχήμα και χρησιμοποιούνται ποσότητες που δείχνουν ότι υπάρχουν νέες συνταγές. Η εισροή πλούτου, τεχνολογίας, τροφίμων και ανθρώπων από όλη τη Μεσόγειο δημιουργεί μια αστική κουζίνα με μεγαλύτερη ποικιλία.
Μια συνηθισμένη επίσκεψη στη σύγχρονη Αγορά δεν δίνει τις σωστές διαστάσεις του μεγάλου ανοιχτού χώρου που υπήρχε στη μέση της Αγοράς της Κλασικής Περιόδου (περ. 500-300 π.Χ.) – κι επεκτάθηκε τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο τριγωνικός ανοιχτός χώρος συχνά πρέπει να μετατρεπόταν σε λαϊκή, με πωλητές να φωνάζουν τις προσφορές τους σε φρέσκα προϊόντα: σταφύλια, σύκα, μήλα, γογγύλια, φιστίκια, ρεβίθια, μέλι και εποχικές πρασινάδες. Επίσης, έβρισκε κανείς διαθέσιμα συντηρημένα προϊόντα, όπως ελιές, λουκάνικα, παστά κρέατα και αποξηραμένα φρούτα και βότανα. Κωμικοί συγγραφείς όπως ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος ονομάζουν κάθε τμήμα της Αγοράς από το είδος του προϊόντος που πουλούσε.
Τα κυρίως φρέσκα και ντόπια υλικά και οι συνταγές ενός σύγχρονου ελληνικού χωριού διαφέρουν σημαντικά από την αστική ποικιλία της κουζίνας και των υλικών που είναι άμεσα διαθέσιμα στη σύγχρονη Αθήνα. Η αρχαία Αθήνα αποτελούσε επίσης ένα ποικιλόμορφο, κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Με την ανάπτυξη του αρχαίου λιμανιού του Πειραιά και της Αγοράς στην πόλη μπορούσε κανείς να βρει αγαθά από όλη τη Μεσόγειο: ιταλικά κρασιά, χέλια από τη λίμνη Κωπαΐδα, παστά ψάρια από τη Βόρεια Αφρική και ψωμί με αλεύρι Λήμνου. Το αθηναϊκό κράτος εγγυόταν τον ανεφοδιασμό της πόλης με φαγητό μέσω της φορολογίας των σπόρων, εμπορικών κινήτρων και της δημόσιας απόδοσης τιμών σε πλούσιους πάτρωνες. Σε αυτούς που προμήθευαν αγαθά στην πόλη προσφερόταν δείπνο στο Πρυτανείο, το δημόσιο κέντρο της πόλης.
Τα αρχαία απομεινάρια ζώων, το κεντρικό θέμα της έρευνάς μου, παρέχουν πιο άμεσες ενδείξεις όσον αφορά τα αστικά υλικά και την ετοιμασία του φαγητού. Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν τη διαθεσιμότητα μεγάλου αριθμού βρώσιμων ζώων: βοοειδή, γουρούνια, πρόβατα και κατσίκες φυσικά, αλλά και ελάφια, λαγοί, τόνος και σφαγιασμένα σκυλιά (MacKinnon 2014). Τα σημάδια σφαγιασμού αποκαλύπτουν ότι καταναλώνονταν όλα τα κομμάτια του ζώου: κεφάλι, κορμός, πόδια, ακόμα και ο μυελός. Με την ανάπτυξη της αρχαίας πόλης, η χρήση μεγάλου μπαλτά για το τεμάχισμα των οστών γίνεται κοινή πρακτική. Τα σημάδια του μπαλτά στα οστά δείχνουν καθαρά ότι τα περισσότερα ζώα ήταν κρεμασμένα κατά τη διάρκεια του σφαγιασμού τους. Η προετοιμασία για μεγάλης κλίμακας θυσίες πρέπει να έμοιαζε με τη Βαρβάκειο Αγορά. Ουσιαστικά, η συνέπεια στην τακτική σφαγιασμού στην αρχαία Αθήνα δείχνει ότι η ανάπτυξη επαγγελματικών στυλ σφαγιασμού συνέπεσε με την αστική χρήση του μπαλτά. Για παράδειγμα, ο πιο διαδεδομένος τρόπος αφαίρεσης της επιγονατίδας ήταν με το κρέμασμα του ποδιού ανάποδα και τον τεμαχισμό του κατά μήκος του γονάτου.
Αρχαία ίχνη κοπής δείχνουν επίσης πώς το κρέας κοβόταν σε μερίδες για να ετοιμαστεί. Μεγαλύτερα τμήματα, όπως ο γοφός, ο ώμος και τα πόδια, συνήθως κόβονταν με συγκεκριμένες τομές, που σε μεγάλο ποσοστό ακολουθούσαν την ανατομία του ζώου. Περιέργως, τα μάγουλα του γουρουνιού κόβονταν σε πολύ μικρές μερίδες, και μάλιστα φέρουν πολλά σημάδια από μαχαίρι. Τα διατηρούσαν σε άλμη, μέλι ή καπνιστά; Όπως και να 'χει, οι μικρές μερίδες τους δείχνουν ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι εκτιμούσαν τη γεύση μιας καλής συνταγής με χοιρινά μάγουλα.
Σφάγια στην κρεαταγορά της Αθήνας σήμερα. Φωτογραφία: Jonida Martini
Τελειώνω την έρευνά μου τώρα και όταν επιστρέψω στην Αμερική τον Σεπτέμβριο ξέρω ότι δεν θα μπορώ να βρω καλά παϊδάκια. Η σύγχρονη αμερικανική μέθοδος σφαγιασμού γίνεται σε βιομηχανική κλίμακα με μεγάλα πριόνια, δημιουργώντας μακράν κατώτερα αρνίσια παϊδάκια σε σχέση με αυτά που μπορείς να βρεις σε έναν σημερινό Αθηναίο χασάπη που χρησιμοποιεί μπαλτά. Η αλλαγή εργαλείων με τη χρήση μπαλτά για τον σφαγιασμό στην αρχαία αστική Αθήνα αντιπροσώπευε επίσης μια τεράστια αλλαγή ως προς το τι έτρωγαν οι Αθηναίοι στην πόλη τους.
Κατά κάποιον τρόπον το φαγητό στην αρχαία Αθήνα πρέπει να ήταν παρόμοιο με της σύγχρονης πόλης. Μπορεί η αθηναϊκή Αγορά να έμοιαζε με τη Βαρβάκειο, οι ήχοι της να ακούγονταν σαν της λαϊκής, η μυρωδιά της να ήταν σαν της Τσικνοπέμπτης, αλλά η γεύση της μάλλον ήταν κάπως διαφορετική από αυτή των σύγχρονων ελληνικών εδεσμάτων. Εξάλλου, δεν υπήρχε δυνατότητα ψύξης, κι έτσι τα γαλακτοκομικά θα ήταν δυσεύρετα και τα λαχανικά και τα φρούτα θα διετίθεντο μόνο εποχικά. Δεν υπήρχαν ντομάτες, πατάτες, πορτοκάλια ή ζάχαρη. Δεν μπορούσες να πιεις καφέ ή ούζο. Το κριθάρι πρέπει να ήταν πιο συνηθισμένο από το αλεύρι. Το κρέας δεν τρωγόταν τόσο συχνά όσο σήμερα, με το κοτόπουλο να είναι εξαιρετικά σπάνιο και τον σκύλο να τρώγεται περιστασιακά. Οι περισσότερες συνταγές περιλάμβαναν βράσιμο. Παρ' όλα αυτά, τα στοιχεία για την αρχαία αθηναϊκή μαγειρική αποκαλύπτουν πως η καθημερινότητα των ανθρώπων επηρεαζόταν από την αστικοποίηση της πόλης. Το πιο σημαντικό: είμαι σίγουρος ότι η μαγειρική της αρχαίας Αθήνας ήταν νόστιμη.
* Ο Flint Dibble είναι αρχαιολόγος από το University of Cincinnati, American School of Classical Studies at Athens