Στον «Φαίδωνα, 63.b.4 – 69.e.2» ο Πλάτων ορίζει την φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου.
Λέγει :
«Εμπρός λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να απολογηθώ σε σας πειστικότερα από ότι στους δικαστές. Εγώ, είπε, Σιμμία και Κέβη, αν δεν φανταζόμουν ότι θα φθάσω κατ’ αρχάς κοντά σε άλλους θεούς, σοφούς και αγαθούς, κι έπειτα σε ανθρώπους που έχουν τελευτήσει και είναι καλύτεροι από τους εδώ, θα είχα άδικο να μην αγανακτήσω με τον θάνατο. Τώρα όμως, το ξέρετε, ελπίζω να φτάσω και κοντά σε αγαθούς ανθρώπους – πράγμα βέβαια που δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω με πεποίθηση. Το ότι όμως ελπίζω να φτάσω κοντά σε δεσπότες θεούς εξόχως αγαθούς, να το ξέρετε, αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να υποστηρίξω με πεποίθηση, είναι αυτό. Συνεπώς, για αυτό δεν αγανακτώ όπως οι άλλοι, αντίθετα ευελπιστώ ότι υπάρχει κάτι για όσους έχουν πια πεθάνει και, όπως λέει και η αρχαία παράδοση, πολύ καλύτερα για τους αγαθούς παρά για τους κακούς.
Λοιπόν, Σωκράτη, είπε ο Σιμμίας, έχεις στον νου σου να μας αποχωριστείς κρατώντας για τον εαυτό σου αυτές τις σκέψεις ή θα τις πεις και σε εμάς ;; Γιατί κατά την γνώμη μου αυτό είναι αγαθό κοινό για όλους μας και συνάμα θα αποτελεί την απολογία σου, αν μας πείσεις με τα λεγόμενά σου.
Θα προσπαθήσω, είπε. Πρώτα όμως εδώ τον Κρίτωνα ας δούμε τι είναι αυτό που από τώρα, νομίζω, θέλει να μας πει.
Τι άλλο Σωκράτη, είπε ο Κρίτων, από εκείνο που εδώ και ώρα μου είπε αυτός που θα σου δώσει το φάρμακο, να σου πω δηλαδή ότι πρέπει να μιλάς όσο γίνεται λιγότερο. Γιατί, λέει, όσοι συζητούν ζεσταίνονται περισσότερο κι εμποδίζουν έτσι την επίδραση του φαρμάκου. Αλλιώς οι ανυπάκουοι αναγκάζονται μερικές φορές να πιούν δυο και τρεις δόσεις.
Κι ο Σωκράτης : Ας τον να λέει, είπε. Ας ετοιμάζεται μόνο να μου δώσει και δυο και τρεις φορές αν χρειαστεί. Σχεδόν το ήξερα ότι θα απαντήσεις έτσι, αλλά από ώρα τώρα με ενοχλεί.
Άσ’ τον, είπε. Θέλω λοιπόν να δώσει μια εξήγηση σε σας τους δικαστές. Για μένα είναι φυσικό ένας άνθρωπος που αφιέρωσε την ζωή του στη φιλοσοφία να μη λιποψυχεί την ώρα που πρόκειται να πεθάνει και να ευελπιστεί πως, όταν πεθάνει, θα έχει εκεί τα μεγαλύτερα αγαθά. Πως μπορεί να είναι πράγματι έτσι, εγώ, Σιμμία και Κέβη, θα προσπαθήσω να σας αξηγήσω.
Πλησιάζουν δηλαδή οι αληθείς φιλόσοφοι να μείνουν απαρατήρητοι από τους άλλους, ότι αυτοί ουδέν άλλο επιδιώκουν παρά να αποθνήσκουν και να είναι νεκροί. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε θα ήταν παράδοξο σε όλη τους την ζωή να μην ποθούν τίποτα άλλο, και, όταν φτάνει, να αγανακτούν με αυτό στο οποίο παλιότερα με ζήλο επιδίδονταν.
Ο Σιμμίας γέλασε και είπε : Μα τον Δία, Σωκράτη, δεν είχα τώρα δα καμία διάθεση, κι όμως εσύ με έκανες να γελάσω. Γιατί, φαντάζομαι, το πλήθος, όταν ακούσει τούτο εδώ, θα θεωρήσει ότι πολύ σωστά ειπώθηκε για τους φιλοσόφους -και οι δικοί μας άνθρωποι θα συμφωνούσαν απολύτως – ότι πράγματι οι ασχολούμενοι με την φιλοσοφία αποζητούν μετά μανίας τον θάνατο και, το ίδιο το έχει καταλάβει, είναι άξιοι της τύχης αυτής.
Και θα έλεγε αλήθεια, Σιμμία, εκτός από το ότι έχει καταλάβει. Γιατί δεν έχει καταλάβει με ποια έννοια είναι άξιοι του θανάτου και ποιού θανάτου οι αληθινοί φιλόσοφοι. Ας το συζητήσουμε εμείς μεταξύ μας, είπε, κι αυτούς ας τους κατά μέρος. Νομίζουμε λοιπόν πως ο θάνατος είναι κάτι ;;
Βεβαιότατα, είπε ο Σιμμίας παίρνοντας τον λόγο.
Άραγε είναι κάτι διαφορετικό από την απαλλαγή της ψυχής από το σώμα ;; Και μήπως θάνατος δεν είναι να μείνει το σώμα χωριστά κι αυτόνομο, αφού απαλλαγεί από την ψυχή, και η ψυχή να υπάρχει χωριστά κι αυτόνομα, αφού απαλλαγεί από το σώμα ;; Είναι κάτι άλλο άραγε ο θάνατος ή αυτό ;;
Όχι, ακριβώς, είπε.
Σκέψου λοιπόν, αγαθέ μου, αν θα συμμεριστείς και συ την άποψή μου. Γιατί από αυτά, νομίζω, θα προχωρήσουμε παραπέρα στα θέματα που εξετάζουμε. Σου φαίνεται ότι είναι γνώρισμα φιλοσόφου ανθρώπου να κατατρίβεται με τις υποτιθέμενες ηδονές αυτού του είδους, όπως για παράδειγμα φαγητό και ποτό;;
Κάθε άλλο, Σωκράτη, είπε ο Σιμμίας.
Και με τις ηδονές των αφροδισίων ;;
Σίγουρα όχι.
Και τις υπόλοιπες φροντίδες για το σώμα ; Νομίζεις ότι τις έχει σε υπόληψη ένας τέτοιος άνθρωπος ;; Όπως για παράδειγμα την απόκτηση εκλεκτών φορεμάτων και υποδημάτων και τους άλλους καλλωπισμούς σχετικά με το σώμα, ποιο από τα δύο, σου φαίνεται ότι τους δίνει ή όχι αξία, στο μέτρο που δεν είναι πραγματικά αναγκασμένος να συμμετέχει σε αυτά ;;
Μου φαίνεται ότι δεν τους δίνει αξία, είπε, εκείνος τουλάχιστον που είναι αληθώς φιλόσοφος.
Λοιπόν πιστεύεις γενικά, συνέχισε, ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ασχολείται με το σώμα και ότι, στον βαθμό που μπορεί, έχει απομακρυνθεί από αυτόν κι έχει στραφεί προς την ψυχή ;;
Έτσι πιστεύω.
Επομένως, πρώτα από όλα σε παρόμοιες καταστάσεις δεν είναι που φαίνεται ο φιλόσοφος, καθώς προσπαθεί να αποδεσμεύσει όσο γίνεται περισσότερο την ψυχή από την κοινωνία [επικοινωνία] με το σώμα, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άλλους;;
Προφανώς.
Και θεωρούν μάλιστα οι πολλοί, Σιμμία, ότι εκείνος που δεν αισθάνεται καμία ευχαρίστηση με τέτοιου είδους απολαύσεις και δεν παίρνει μέρος σε αυτές δεν είναι άξιος να ζει, αλλά ότι αντίθετα τείνει και πλησιάζει προς τον θάνατο αυτός που δεν φροντίζει για τις απολαύσεις που αποκτώνται μέσω του σώματος.
Αυτά που λες είναι απολύτως αληθινά.
Και ποια η γνώμη σου για την απόκτηση της φρόνησης ;; Είναι το σώμα εμπόδιο ή όχι, αν κάποιος το συμπεριλάβει βοηθό στην αναζήτηση της ;; Να για παράδειγμα τι εννοώ : η όραση κι η ακοή προασπίζουν άραγε ένα μέρος της αλήθειας στους ανθρώπους, ή μήπως στην πραγματικότητα συμβαίνει κάτι παρόμοιο με αυτά που μας επαναλαμβάνουν συνέχεια οι ποιητές, ότι δηλαδή δεν ακούμε τίποτα με ακρίβεια ούτε βλέπουμε ;; Κι όμως, αν είναι αναξιόπιστες και θολές αυτές οι αισθήσεις του σώματος, σκέψου κι άλλες. Γιατί όλες είναι κατά κάποιο τρόπο κατώτερες από αυτές. Ή μήπως δεν σου φαίνονται έτσι ;;
Ασφαλώς, είπε.
Πότε λοιπόν, είπε αυτός, αγγίζει η ψυχή την αλήθεια ;; Γιατί όταν επιχειρεί με την μεσολάβηση του σώματος να εξετάσει κάτι, τότε, είναι φανερό, το σώμα την εξαπατά.
Αλήθεια λες.
Άρα λοιπόν δεν είναι μόνο μέσα στον λογισμό, αν είναι κάπου, που βλέπει ολοφάνερο μπροστά της κάποιο από αυτά που είναι ;;
Ναι.
Και αναμφίβολα κάλλιστα λογίζεται τότε, όταν κανένα αυτά δεν παρενοχλεί, ούτε η ακοή η όραση ούτε η οδύνη ούτε κάποια ηδονή, αλλά αντίθετα μένει τελείως μόνη με τον εαυτό της, χωρίς να λογαριάζει το σώμα και, στον βαθμό που μπορεί, χωρίς να επικοινωνεί και να έρχεται σε επαφή με αυτό, λαχταρά εκείνο που είναι.
Έτσι είναι πράγματι.
Και στην περίπτωση τούτη λοιπόν, η ψυχή του φιλοσόφου δεν περιφρονεί τελείως το σώμα, δεν το αποφεύγει άραγε, και δεν αναζητά να μείνει μόνη με τον εαυτό της;;
Έτσι φαίνεται.
Και για τούτα Σιμμία, τι έχεις να πεις ;; Λέμε ότι υπάρχει κάτι δίκαιο καθ’ εαυτό ή όχι ;;
Το λέμε βέβαια, μα το Δία.
Και κάτι καλό και αγαθό ;;
Πως όχι ;;
Είδες ωστόσο μέχρι τώρα κάποιο από τα πράγματα αυτού του είδους με τα μάτιaς σου ;;
Όχι βέβαια, απάντησε εκείνος.
Αλλά ίσως τα άγγιξες με κάποια άλλη από τις αισθήσεις, που λειτουργούν μέσω του σώματος ;; Και αναφέρομαι σε όλα, στο μέγεθος, στην υγεία, στην δύναμη, και των άλλων, με μία λέξη, όλων άγγιξες την ουσία, που σημαίνει τι ακριβώς είναι στην πραγματικότητα καθένα από αυτά ;;
Άραγε η καθαρότερη αλήθεια για αυτά ατενίζεται μέσω του σώματος ή μήπως συμβαίνει το εξής : όποιος από μας ετοιμαστεί στον μεγαλύτερο βαθμό και με την μεγαλύτερη ακρίβεια να σκεφτεί καθ’ αυτό από τα πράγματα που ερευνά και εξετάζει, αυτός δεν είναι που θα μπορούσε να φτάσει πιο κοντά στο να γνωρίσει καθένα από αυτά ;;
Ασφαλώς.
Και αυτό δεν θα το έκανε άραγε σε όλη του την καθαρότητα αυτός που, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, θα αντιμετώπιζε καθένα από αυτά με τη διάνοια του μόνο, χωρίς να παρεμβάλει στον λογισμό του την όραση και χωρίς να σέρνει πίσω του καμία άλλα αίσθηση για να συνοδεύει τον λογισμό, αλλά χρησιμοποιώντας την αμιγή διάνοια αυτή καθ’ εαυτή, θα άρχιζε να κυνηγάει καθένα από τα όντα αυτό καθ’ αυτό και απρόσμικτο, απαλλαγμένος όσο γίνεται από τα μάτια, από τα αυτιά, με δυο λόγια από το σώμα στο σύνολό του, επειδή το σώμα, όταν παίρνει μέρος, ταιριάζει και δεν αφήνει την ψυχή να αποκτήσει την αλήθεια και τη φρόνηση ;; Αυτός δεν είναι άραγε, Σιμμία, αν υπάρχει κάποιος στον Κόσμο, που θα πετύχει την αληθή ουσία των όντων ;;
Υπερφιώς, είπε ο Σιμμίας, το πόσο σωστά μιλάς, Σωκράτη.
Εξαιτίας όλων αυτών λοιπόν, είπε, αναγκαστικά γεννιέται στο μυαλό των γνησίως φιλοσοφούντων μια τέτοια γνώμη, ώστε και μεταξύ τους να μιλούν ως εξής περίπου : “Ναι υπάρχει πράγματι, η πιθανότητα, όπως ένα μονοπάτι, να μας βγάλει η σκέψη προς τα εκεί ότι, όσο έχουμε το σώμα και η ψυχή μας είναι ζυμωμένη με ένα τέτοιο κακό, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να οικειοποιηθούμε σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό επιθυμούμε. Αυτό που όπως λέμε είναι το αληθινό. Γιατί χιλιάδες ενοχλητικές ασχολίες μας δημιουργεί το σώμα με την ανάγκη για τροφή. Επιπλέον, αν μας βρούν τίποτε αρρώστιες, μας δημιουργούν εμπόδια στο κυνήγι του Όντος. Με αφροδίσιες απολύσεις, επιθυμίες, φόβους, με κάθε είδους φαντασιοκοπήματα και ανόητη φλυαρία μας πλημυρίζει, ώστε πράγματι, και είναι απόλυτα αληθινό αυτό που λέγεται, εξαιτίας του δεν μας άρχεται ποτέ η παραμικρή σωστή σκέψη. Γιατί και στους πολέμους, τις στάσεις και τις μάχες δεν τις δημιουργούν παρά το σώμα και οι επιθυμίες του. Για την απόκτηση αγαθών βέβαια γίνονται όλοι οι πόλεμοι, και τα αγαθά εξαναγκαζόμαστε να τα αποκτήσουμε για χάρη του σώματος, υπόδουλοι σε αυτό και τη φροντίδα του. Εξαιτίας του πάλι δεν αδειάζουμε να ασχοληθούμε με την φιλοσοφία, για όλους αυτούς τους λόγους. Και το αποκορύφωμα είναι ότι, αν τύχει και μας αφήσει το σώμα καιρό για να στραφούμε προς τη διερεύνηση κάποιου θέματος, κατά την διάρκεια της έρευνας παρεμβαίνει συνέχεια παντού, προξενεί θόρυβο και ταραχή και μας αποδιοργανώνει, έτσι που να μην μπορούμε εξαιτίας του να διακρίνουμε καθαρά την αλήθεια. Αντίθετα έχουμε πράγματι την απόδειξη ότι, αν είναι να γνωρίσουμε ποτέ κάτι ξεκάθαρα, πρέπει να απαλαγούμε από αυτό, και ότι μόνο με την ψυχή πρέπει να ατενίζουμε αυτά καθ’ αυτά τα πράγματα. Τότε μόνο, καθώς φαίνεται, θα γίνει δικό μας αυτό που επιθυμούμε και λέμε ότι είμαστε εραστές του, η φρόνηση, όταν έχουμε πια τελευτήσει, όπως δηλώνει το επιχείρημα, και όχι όσο ζούμε. Γιατί, αν δεν είναι δυνατόν, με την μεσολάβηση του σώματος, γνωρίσουμε κάτι ξεκάθαρα, ένα από τα δύο ισχύει : ή δεν υπάρχει περίπτωση να αποχτήσουμε την γνώση ή μόνο αφού πεθάνουμε. Γιατί τότε θα υπάρχει η ψυχή αυτή καθ’ αυτή και χωριστά από το σώμα, κι όχι πρωτύτερα. Αλλά πολύ κοντά στη γνώση, αν, όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν έχουμε καμία επαφή και επικοινωνία με το σώμα, εκτός αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη, ούτε μολυνόμαστε από τη φύση του, αλλά απέχουμε από αυτό, μέχρις ότου ο ίδιος ο θεός μας απελευθερώσει. Και έτσι αγνοί, απαλλαγμένοι από την αφροσύνη του σώματος, θα είμαστε, κατά πως φαίνεται, μαζί με τέτοιοι είδους ανθρώπους και θα γνωρίσουμε αφ’ εαυτού μας ότι είναι αμιγές. Αυτή ίσως η αλήθεια. Γιατί, αν κάτι μη καθαρό πιάνει το καθαρό, να τι είναι ανεπίτρεπτο”. Τέτοιοι είδους πράγματα Σιμμία, νομίζω ότι συζητούν μεταξύ τους και πιστεύουν όσοι είναι σωστοί φιλομαθείς. Ή μήπως δεν είσαι αυτής της γνώμης ;;
Και πολύ μάλιστα, Σωκράτη.
Λοιπόν, σύντροφε, αν αυτά είναι αληθινά, είπε ο Σωκράτης, μεγάλη είναι η ελπίδα για όποιον φτάνει εκεί όπου εγώ οδεύω, ότι εκεί, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού θα αποκτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό χάριν του οποίου έχει γίνει όλη αυτή η δύσκολη δουλειά στην περασμένη μας ζωή. Έτσι, τούτο εδώ το ταξίδι, που σε μένα τουλάχιστον άλλοι έχουν επιβάλει να κάνω, γίνεται με την καλή ελπίδα και για όποιον άλλο θεωρεί ότι η διάνοιά του είναι έτοιμη σαν να έχει υποστεί καθαρμό.
Πάρα πολύ σωστά, είπε ο Σιμμίας.
Κάθαρση λοιπόν δεν είναι άραγε αυτό που λέει η αρχαία παράδοση, το να αποχωρίζει κανείς την ψυχή όσο γίνεται από το σώμα και να τη συνηθίζει στο να αθροίζεται από όλα τα μέρη του σώματος, να συγκεντρώνεται και να ζει όσο μπορεί, και στις παρούσες συνθήκες και στις μέλλουσες, μόνη με τον εαυτό της, αφού λυθεί από τα δεσμά καθώς λέμε του σώματος ;;
Βέβαια, είπε.
Αυτό λοιπόν δεν ονομάζεται κυρίως θάνατος, το λύσιμο και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα ;;
Βεβαιότατα απάντησε εκείνος.
Και για να την λύσουμε, όπως λέμε, περισσότερο προθυμοποιούνται πάντοτε και αποκλειστικά οι γνήσιου φιλόσοφοι, και το αντικείμενο μελέτης των φιλοσόφων είναι ακριβώς αυτό, το λύσιμο και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ή μήπως όχι;;
Έτσι φαίνεται.
Λοιπόν, όπως έλεγα στην αρχή, δεν θα ήταν γελοίο ένα άνθρωπος, που σε όλη τη διάρκεια της ζωής του έκανε τον εαυτό του να προσεγγίζει όσο γίνεται περισσότερο στον θάνατο, να ζει έτσι και έπειτα, όταν πλησιάσει ο θάνατος, να δυσανασχετεί ;;
Και βέβαια γελοίο.
Επομένως, Σιμμία, είπε, αυτοί που φιλοσοφούν ορθά ασκούνται στο να πεθάνουν κι αυτοί από όλους τους ανθρώπους φοβούνται λιγότερο τον θάνατο. Από αυτά εδώ κρίνε : Γιατί, αν αποστρέφονται ολωσδιόλου το σώμα κι επιθυμούν να κρατούν την ψυχή αυτή καθ’ αυτή κι αν, όταν γίνεται αυτό, φοβούνται και αγανακτούν, δεν θα ήταν πολύ παράλογο να μην πηγαίνουν ευχαριστημένοι εκεί όπου φτάνοντας υπάρχει ελπίδα να πετύχουν αυτό που σε όλη τη ζωή ποθούσαν – τη φρόνηση – και να απαλλαγούν από αυτό που όσο ήταν μαζί τους το αποστρέφονταν ;; Εξάλλου, τους πέθαναν πρόσωπα αγαπημένα, εραστές, γυναίκες και παιδιά, πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να πάνε από μόνοι τους στον Άδη, οδηγημένοι από την ελπίδα, να δούνε εκεί όσους είχαν επιθυμήσει και να είναι μαζί τους. Άρα κάποιος, που ποθεί πραγματικά τη φρόνηση κι έχει κυριευτεί από αυτή ακριβώς την ελπίδα ότι πουθενά αλλού δεν θα τη συναντήσει με τρόπο που να αξίζει παρά μόνο στον Άδη, θα δυσανασχετήσει που πεθαίνει και δεν θα πάει άραγε εκεί μετά χαρά ;; Αυτό πρέπει κυρίως να σκέφτεται κάποιος, σύντροφε, αν είναι πράγματι φιλόσοφος. Γιατί θα πιστεύει ακράδαντα ότι πουθενά αλλού δεν θα βρει την φρόνηση παρά μόνο εκεί. Εάν τα πράγματα έχουν έτσι όπως έλεγα μόλις πριν, δεν θα ήταν πολύ παράλογο να φοβάται τον θάνατο ένας τέτοιος άνθρωπος ;;
Πολύ παράλογο, μα τον Δία, απάντησε εκείνος.
Για σένα δεν είναι άρα αρκετή η ένδειξη, είπε, αν δεις άνθρωπος που δυσανασχετεί επειδή πρόκειτε να πεθάνει, ότι σύγουρα δεν υπήρξε φιλόσοφος αλλά φίλος του σώματος ;; Και ο ίδιος ίσως αυτός άνθρωπος θα είναι στην πραγματικότητα και φίλος και χρημάτων και φίλος των τιμών, ή του ενός από αυτά ή και των δύο.
Ασφαλώς, είπε. Έτσι είναι όπως τα λές.
Επομένως, Σιμμία, είπε, αυτό επίσης, το οποίο ονομάζουμε ανδρεία, δεν είναι άραγε γνώρισμα που κατ’ εξοχήν ταιριάζει σε όσους αισθάνονται έτσι όπως είπα προηγουμένως ;;
Οπωσδήποτε τώρα, αυτό που και πολλοί ονομάζουν σωφροσύνη, το να μην παρασύρεται κάποιος από τις επιθυμίες, αλλά το να τις περιφρονεί και να είναι απέναντί τους συγκρατημένος, άραγε δεν ταιριάζει μόνο σε αυτούς που παραμελούν στον ύψιστο βαθμό το σώμα και ζουν μέσα στη φιλοσοφία;;
Κατ’ ανάγκη, είπε.
Γιατί, αν θελήσεις, συνέχισε, να σκέφτείς λίγο την ανδρεία και την σωφροσύνη των άλλων, θα σου φανεί παράδοξη.
Γιατί έτσι Σωκράτη ;;
Ξέρεις δα, συνέχισε εκείνος, ότι όλοι οι άλλοι θεωρούν πως ο θάνατος είναι από τα μεγάλα κακά ;;
Και βέβαια, είπε.
Επομένως, από τον φόβο, μεγαλύτερων κακώ δεν αψηφούν τον θάνατο όσοι από τους πολλούς είναι ανδρείοι, όταν τον αψηφούν ;;
Ακριβώς.
Άρα, επειδή νιώθουν κι επειδή φοβούνται, είναι ανδρείοι όλοι, όλοι εκτός από τους φιλοσόφους. Ωστόσο είναι παράλογο να είναι κάποιος ανδρείος από δέος και δειλία.
Και βέβαια.
Τι όμως ;; Οι εγκρατείς ανάμεσα τους δεν έχουν πάθει ακριβώς το ίδιο ;; Κάποια ακολασία δεν είναι αιτία που είναι σώφρονες ;; Εμείς βέβαια μπορεί να λέμε ότι αυτό είναι αδύνατον. Ωστόσο, στην περίπτωση τους, ανάλογο είναι αυτό που παθαίνουν με την απλοϊκή τους σωφροσύνη. Επειδή φοβούνται μήπως στερηθούν άλλες ηδονές τις οποίες επιθυμούν, απέχουν από κάποιες, κυριαρχούμενοι από άλλες. Μπορεί να ονομάζουν ακολασία το να εξουσιάζεται κανείς από τις ηδονές. Κι όμως αυτό που τους συμβαίνει είναι να κυριαρχούνται από ορισμένες ηδονές και έτσι να κυριαρχούν πάνω σε άλλες ηδονές. Αυτό είναι το ίδιο με εκείνο που τώρα δα ειπώθηκε, ότι κατά κάποιο τρόπο έχουν γίνει σώφρονες προς χάριν της ακολασίας.
Έτσι φαίνεται.
Μπορεί όμως, μακάριε Σιμμία, αυτή η συναλλαγή να μην είναι ορθή όσον αφορά την αρετή, να ανταλλάσσονται δηλ. ηδονές με ηδονές, λύπες με λύπες, φόβοι με φόβους, όσα από αυτά είναι μεγαλύτερα με τα μικρότερα, σαν να ήταν νομίσματα. Αντίθετα, ένα μόνο είναι ίσως το σωστό νόμισμα, αυτό με το οποίο πρέπει να ανταλλάσσονται όλα τα άλλα, η φρόνηση, και [με αυτό ανταλλάσσονται όλα] με αυτό [πωλούνταικαι αγοράζονται] στην πραγματικότητα και η ανδρεία και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και γενικά η αληθής αρετή , με την φρόνηση, κι όταν προσέρχονται κι όταν παρέρχονται οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι κι όλα τα άλλα παρόμοια. Όταν όμως αυτά ξεχωρίζονται από τη φρόνηση και υποκαθιστούν το ένατο άλλο, μήπως άραγε τότε αυτού του είδους η αρετή δεν είναι παρά οφθαλμαπάτη και μήπως είναι στα αλήθεια δουλική και δεν έχει τίποτα το υγιές και το αληθινό, ενώ αντίθετα η αλήθεια είναι στην πραγματικότητα ένα είδος κάθαρσης από όλα τα παρόμοια, το ίδιο και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και η ανδρεία, κι η ίδια η φρόνηση είναι ίσως ένα είδος καθαρμού ;; Είναι επίσης πιθανό, αυτοί που καθιέρωσαν για εμάς τις τελετές, να μην τίποτα φαύλοι, και μπορεί να ήταν αληθινά τα αινιγματικά τους λόγια, ότι εκείνος που θα φτάσει στον Άδη αμύητος και ατέλεστος θα κείτεται στον βόρβορο, ενώ ο κεκαθαρμένος και τετελεσμένος, όταν φτάσει εκεί, θα κατοικεί μαζί με τους θεούς. Γιατί είναι, λένε οι σχετικοί με τις τελετές, «πολλοί οι ναρθηκοφόροι και σπάνιοι οι Βάκχοι». Αυτοί κατά την άποψή μου δεν είναι άλλοι από τους ορθώς φιλοσοφούντας. Από αυτά λοιπόν εγώ, όσο τουλάχιστον ήταν δυνατόν, δεν παρέλειψα τίποτα στη ζωή μου, αλλά με κάθε τρόπο τα τήρησα με όλο μου τον ζήλο. Αν τώρα ο ζήλος μου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και αν κατάφερα κάτι, όταν φτάσω εκεί, θα το μάθω με βεβαιότητα – αν θέλη ο θεός – λίγο αργότερα, καθώς νομίζω. Αυτά λοιπόν, Σιμμία και Κέβης, είπε, έχω να σας απολογηθώ. Να γιατί, ενώ εγκαταλείπω εσάς και τους εδώ άρχοντες, δεν στεναχωριέμαι ούτε αγανακτώ, επειδή πιστεύω ότι εκεί θα συναντήσω όχι λιγότερο αγαθούς άρχοντες και συντρόφους από ότι εδώ. [Οι πολλοι όμως δυσπιστούν ως προς αυτό].
Φέρε δή, ἦ δ᾽ ὅς, πειραθῶ πιθανώτερον πρὸς ὑμᾶς ἀπολογήσασθαι ἢ πρὸς τοὺς δικαστάς. ἐγὼ γάρ, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, εἰ μὲν μὴ ᾤμην ἥξειν πρῶτον μὲν παρὰ θεοὺς ἄλλους σοφούς τε καὶ ἀγαθούς, ἔπειτα καὶ παρ᾽ ἀνθρώπους τετελευτηκότας ἀμείνους τῶν ἐνθάδε, ἠδίκουν ἂν οὐκ ἀγανακτῶν τῷ θανάτῳ· νῦν δὲ εὖ ἴστε ὅτι παρ᾽ ἄνδρας τε ἐλπίζω ἀφίξεσθαι ἀγαθούς-καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἂν πάνυ διισχυρισαίμην-ὅτι μέντοι παρὰ θεοὺς δεσπότας πάνυ ἀγαθοὺς ἥξειν, εὖ ἴστε ὅτι εἴπερ τι ἄλλο τῶν τοιούτων διισχυρισαίμην ἂν καὶ τοῦτο. ὥστε διὰ ταῦτα οὐχ ὁμοίως ἀγανακτῶ, ἀλλ᾽ εὔελπίς εἰμι εἶναί τι τοῖς τετελευτηκόσι καί, ὥσπερ γε καὶ πάλαι λέγεται, πολὺ ἄμεινον τοῖς ἀγαθοῖς ἢ τοῖς κακοῖς.
Τί οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας, ὦ Σώκρατες; αὐτὸς ἔχων τὴν διάνοιαν ταύτην ἐν νῷ ἔχεις ἀπιέναι, ἢ κἂν ἡμῖν μεταδοίης; κοινὸν γὰρ δὴ ἔμοιγε δοκεῖ καὶ ἡμῖν εἶναι ἀγαθὸν τοῦτο, καὶ ἅμα σοι ἡ ἀπολογία ἔσται, ἐὰν ἅπερ λέγεις ἡμᾶς πείσῃς.
Ἀλλὰ πειράσομαι, ἔφη. πρῶτον δὲ Κρίτωνα τόνδε σκεψώμεθα τί ἐστιν ὃ βούλεσθαί μοι δοκεῖ πάλαι εἰπεῖν.
Τί δέ, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Κρίτων, ἄλλο γε ἢ πάλαι μοι λέγει ὁ μέλλων σοι δώσειν τὸ φάρμακον ὅτι χρή σοι φράζειν ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσθαι; φησὶ γὰρ θερμαίνεσθαι μᾶλλον διαλεγομένους, δεῖν δὲ οὐδὲν τοιοῦτον προσφέρειν τῷ φαρμάκῳ· εἰ δὲ μή, ἐνίοτε ἀναγκάζεσθαι καὶ δὶς καὶ τρὶς πίνειν τούς τι τοιοῦτον ποιοῦντας.
Καὶ ὁ Σωκράτης, Ἔα, ἔφη, χαίρειν αὐτόν· ἀλλὰ μόνον τὸ ἑαυτοῦ παρασκευαζέτω ὡς καὶ δὶς δώσων, ἐὰν δὲ δέῃ, καὶ τρίς.
Ἀλλὰ σχεδὸν μέν τι ᾔδη, ἔφη ὁ Κρίτων· ἀλλά μοι πάλαι πράγματα παρέχει.
Ἔα αὐτόν, ἔφη. ἀλλ᾽ ὑμῖν δὴ τοῖς δικασταῖς βούλομαι ἤδη τὸν λόγον ἀποδοῦναι, ὥς μοι φαίνεται εἰκότως ἀνὴρ τῷ ὄντι ἐν φιλοσοφίᾳ διατρίψας τὸν βίον θαρρεῖν μέλλων ἀποθανεῖσθαι καὶ εὔελπις εἶναι ἐκεῖ μέγιστα οἴσεσθαι ἀγαθὰ ἐπειδὰν τελευτήσῃ. πῶς ἂν οὖν δὴ τοῦθ᾽ οὕτως ἔχοι, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, ἐγὼ πειράσομαι φράσαι.
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι. εἰ οὖν τοῦτο ἀληθές, ἄτοπον δήπου ἂν εἴη προθυμεῖσθαι μὲν ἐν παντὶ τῷ βίῳ μηδὲν ἄλλο ἢ τοῦτο, ἥκοντος δὲ δὴ αὐτοῦ ἀγανακτεῖν ὃ πάλαι προυθυμοῦντό τε καὶ ἐπετήδευον.
Καὶ ὁ Σιμμίας γελάσας, Νὴ τὸν Δία, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὐ πάνυ γέ με νυνδὴ γελασείοντα ἐποίησας γελάσαι. οἶμαι γὰρ ἂν τοὺς πολλοὺς αὐτὸ τοῦτο ἀκούσαντας δοκεῖν εὖ πάνυ εἰρῆσθαι εἰς τοὺς φιλοσοφοῦντας-καὶ συμφάναι ἂν τοὺς μὲν παρ᾽ ἡμῖν ἀνθρώπους καὶ πάνυ-ὅτι τῷ ὄντι οἱ φιλοσο φοῦντες θανατῶσι, καὶ σφᾶς γε οὐ λελήθασιν ὅτι ἄξιοί εἰσιν τοῦτο πάσχειν.
Καὶ ἀληθῆ γ᾽ ἂν λέγοιεν, ὦ Σιμμία, πλήν γε τοῦ σφᾶς μὴ λεληθέναι. λέληθεν γὰρ αὐτοὺς ᾗ τε θανατῶσι καὶ ᾗ ἄξιοί εἰσιν θανάτου καὶ οἵου θανάτου οἱ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφοι. εἴπωμεν γάρ, ἔφη, πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, χαίρειν εἰπόντες ἐκεί νοις· ἡγούμεθά τι τὸν θάνατον εἶναι;
Πάνυ γε, ἔφη ὑπολαβὼν ὁ Σιμμίας.
Ἆρα μὴ ἄλλο τι ἢ τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἀπαλλαγήν; καὶ εἶναι τοῦτο τὸ τεθνάναι, χωρὶς μὲν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀπαλλαγὲν αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ τὸ σῶμα γεγονέναι, χωρὶς δὲ τὴν ψυχὴν [ἀπὸ] τοῦ σώματος ἀπαλλαγεῖσαν αὐτὴν καθ᾽ αὑτὴν εἶναι; ἆρα μὴ ἄλλο τι ᾖ ὁ θάνατος ἢ τοῦτο;
Οὔκ, ἀλλὰ τοῦτο, ἔφη.
Σκέψαι δή, ὠγαθέ, ἐὰν ἄρα καὶ σοὶ συνδοκῇ ἅπερ ἐμοί· ἐκ γὰρ τούτων μᾶλλον οἶμαι ἡμᾶς εἴσεσθαι περὶ ὧν σκο ποῦμεν. φαίνεταί σοι φιλοσόφου ἀνδρὸς εἶναι ἐσπουδακέναι περὶ τὰς ἡδονὰς καλουμένας τὰς τοιάσδε, οἷον σιτίων [τε] καὶ ποτῶν;
῞Ηκιστα, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Σιμμίας.
Τί δὲ τὰς τῶν ἀφροδισίων;
Οὐδαμῶς.
Τί δὲ τὰς ἄλλας τὰς περὶ τὸ σῶμα θεραπείας; δοκεῖ σοι ἐντίμους ἡγεῖσθαι ὁ τοιοῦτος; οἷον ἱματίων διαφερόντων κτήσεις καὶ ὑποδημάτων καὶ τοὺς ἄλλους καλλωπισμοὺς τοὺς περὶ τὸ σῶμα πότερον τιμᾶν δοκεῖ σοι ἢ ἀτιμάζειν, καθ᾽ ὅσον μὴ πολλὴ ἀνάγκη μετέχειν αὐτῶν;
Ἀτιμάζειν ἔμοιγε δοκεῖ, ἔφη, ὅ γε ὡς ἀληθῶς φιλόσοφος.
Οὐκοῦν ὅλως δοκεῖ σοι, ἔφη, ἡ τοῦ τοιούτου πραγ ματεία οὐ περὶ τὸ σῶμα εἶναι, ἀλλὰ καθ᾽ ὅσον δύναται ἀφεστάναι αὐτοῦ, πρὸς δὲ τὴν ψυχὴν τετράφθαι;
Ἔμοιγε.
Ἆρ᾽ οὖν πρῶτον μὲν ἐν τοῖς τοιούτοις δῆλός ἐστιν ὁ φιλόσοφος ἀπολύων ὅτι μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας διαφερόντως τῶν ἄλλων ἀνθρώπων;
Φαίνεται.
Καὶ δοκεῖ γέ που, ὦ Σιμμία, τοῖς πολλοῖς ἀνθρώποις ᾧ μηδὲν ἡδὺ τῶν τοιούτων μηδὲ μετέχει αὐτῶν οὐκ ἄξιον εἶναι ζῆν, ἀλλ᾽ ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι ὁ μηδὲν φρον τίζων τῶν ἡδονῶν αἳ διὰ τοῦ σώματός εἰσιν.
Πάνυ μὲν οὖν ἀληθῆ λέγεις.
Τί δὲ δὴ περὶ αὐτὴν τὴν τῆς φρονήσεως κτῆσιν; πό τερον ἐμπόδιον τὸ σῶμα ἢ οὔ, ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνὸν συμπαραλαμβάνῃ; οἷον τὸ τοιόνδε λέγω· ἆρα ἔχει ἀλήθειάν τινα ὄψις τε καὶ ἀκοὴ τοῖς ἀνθρώποις, ἢ τά γε τοιαῦτα καὶ οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν, ὅτι οὔτ᾽ ἀκούομεν ἀκριβὲς οὐδὲν οὔτε ὁρῶμεν; καίτοι εἰ αὗται τῶν περὶ τὸ σῶμα αἰσθήσεων μὴ ἀκριβεῖς εἰσιν μηδὲ σαφεῖς, σχολῇ αἵ γε ἄλλαι· πᾶσαι γάρ που τούτων φαυλότεραί εἰσιν. ἢ σοὶ οὐ δοκοῦσιν;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Πότε οὖν, ἦ δ᾽ ὅς, ἡ ψυχὴ τῆς ἀληθείας ἅπτεται; ὅταν μὲν γὰρ μετὰ τοῦ σώματος ἐπιχειρῇ τι σκοπεῖν, δῆλον ὅτι τότε ἐξαπατᾶται ὑπ᾽ αὐτοῦ.
Ἀληθῆ λέγεις.
Ἆρ᾽ οὖν οὐκ ἐν τῷ λογίζεσθαι εἴπερ που ἄλλοθι κατάδηλον αὐτῇ γίγνεταί τι τῶν ὄντων;
Ναί.
Λογίζεται δέ γέ που τότε κάλλιστα, ὅταν αὐτὴν τούτων μηδὲν παραλυπῇ, μήτε ἀκοὴ μήτε ὄψις μήτε ἀλγηδὼν μηδέ τις ἡδονή, ἀλλ᾽ ὅτι μάλιστα αὐτὴ καθ᾽ αὑτὴν γίγνηται ἐῶσα χαίρειν τὸ σῶμα, καὶ καθ᾽ ὅσον δύναται μὴ κοινωνοῦσα αὐτῷ μηδ᾽ ἁπτομένη ὀρέγηται τοῦ ὄντος.
Ἔστι ταῦτα.
Οὐκοῦν καὶ ἐνταῦθα ἡ τοῦ φιλοσόφου ψυχὴ μάλιστα ἀτιμάζει τὸ σῶμα καὶ φεύγει ἀπ᾽ αὐτοῦ, ζητεῖ δὲ αὐτὴ καθ᾽ αὑτὴν γίγνεσθαι;
Φαίνεται.
Τί δὲ δὴ τὰ τοιάδε, ὦ Σιμμία; φαμέν τι εἶναι δίκαιον αὐτὸ ἢ οὐδέν;
Φαμὲν μέντοι νὴ Δία.
Καὶ αὖ καλόν γέ τι καὶ ἀγαθόν;
Πῶς δ᾽ οὔ;
῎Ηδη οὖν πώποτέ τι τῶν τοιούτων τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδες;
Οὐδαμῶς, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἀλλ᾽ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει τῶν διὰ τοῦ σώματος ἐφήψω αὐτῶν; λέγω δὲ περὶ πάντων, οἷον μεγέθους πέρι, ὑγιείας, ἰσχύος, καὶ τῶν ἄλλων ἑνὶ λόγῳ ἁπάντων τῆς οὐσίας ὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν· ἆρα διὰ τοῦ σώματος αὐτῶν τὸ ἀληθέστατον θεωρεῖται, ἢ ὧδε ἔχει· ὃς ἂν μάλιστα ἡμῶν καὶ ἀκριβέστατα παρασκευάσηται αὐτὸ ἕκαστον διανοηθῆναι περὶ οὗ σκοπεῖ, οὗτος ἂν ἐγγύτατα ἴοι τοῦ γνῶναι ἕκαστον;
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν ἐκεῖνος ἂν τοῦτο ποιήσειεν καθαρώτατα ὅστις ὅτι μάλιστα αὐτῇ τῇ διανοίᾳ ἴοι ἐφ᾽ ἕκαστον, μήτε τιν᾽ ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι μήτε [τινὰ] ἄλλην αἴσθησιν ἐφέλκων μηδεμίαν μετὰ τοῦ λογισμοῦ, ἀλλ᾽ αὐτῇ καθ᾽ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ εἰλι κρινὲς ἕκαστον ἐπιχειροῖ θηρεύειν τῶν ὄντων, ἀπαλλαγεὶς ὅτι μάλιστα ὀφθαλμῶν τε καὶ ὤτων καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν σύμπαντος τοῦ σώματος, ὡς ταράττοντος καὶ οὐκ ἐῶντος τὴν ψυχὴν κτήσασθαι ἀλήθειάν τε καὶ φρόνησιν ὅταν κοινωνῇ; ἆρ᾽ οὐχ οὗτός ἐστιν, ὦ Σιμμία, εἴπερ τις [καὶ] ἄλλος ὁ τευξόμενος τοῦ ὄντος;
Ὑπερφυῶς, ἔφη ὁ Σιμμίας, ὡς ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες.
Οὐκοῦν ἀνάγκη, ἔφη, ἐκ πάντων τούτων παρίστασθαι δόξαν τοιάνδε τινὰ τοῖς γνησίως φιλοσόφοις, ὥστε καὶ πρὸς ἀλλήλους τοιαῦτα ἄττα λέγειν, ὅτι “Κινδυνεύει τοι ὥσπερ ἀτραπός τις ἐκφέρειν ἡμᾶς [μετὰ τοῦ λόγου ἐν τῇ σκέψει], ὅτι, ἕως ἂν τὸ σῶμα ἔχωμεν καὶ συμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχὴ μετὰ τοιούτου κακοῦ, οὐ μή ποτε κτησώμεθα ἱκανῶς οὗ ἐπιθυμοῦμεν· φαμὲν δὲ τοῦτο εἶναι τὸ ἀληθές. μυρίας μὲν γὰρ ἡμῖν ἀσχολίας παρέχει τὸ σῶμα διὰ τὴν ἀναγκαίαν τροφήν· ἔτι δέ, ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν, ἐμποδίζουσιν ἡμῶν τὴν τοῦ ὄντος θήραν. ἐρώτων δὲ καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων καὶ εἰδώλων παντοδαπῶν καὶ φλυαρίας ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς πολλῆς, ὥστε τὸ λεγόμενον ὡς ἀληθῶς τῷ ὄντι ὑπ᾽ αὐτοῦ οὐδὲ φρονῆσαι ἡμῖν ἐγγίγνεται οὐδέποτε οὐδέν. καὶ γὰρ πολέμους καὶ στάσεις καὶ μάχας οὐδὲν ἄλλο παρέχει ἢ τὸ σῶμα καὶ αἱ τούτου ἐπιθυμίαι. διὰ γὰρ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ πόλεμοι γίγνονται, τὰ δὲ χρήματα ἀναγκαζόμεθα κτᾶσθαι διὰ τὸ σῶμα, δουλεύοντες τῇ τούτου θεραπείᾳ· καὶ ἐκ τούτου ἀσχολίαν ἄγομεν φιλοσοφίας πέρι διὰ πάντα ταῦτα. τὸ δ᾽ ἔσχατον πάντων ὅτι, ἐάν τις ἡμῖν καὶ σχολὴ γένηται ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ τραπώμεθα πρὸς τὸ σκοπεῖν τι, ἐν ταῖς ζητήσεσιν αὖ πανταχοῦ παραπῖπτον θόρυβον παρέχει καὶ ταραχὴν καὶ ἐκπλήττει, ὥστε μὴ δύνασθαι ὑπ᾽ αὐτοῦ καθορᾶν τἀληθές. ἀλλὰ τῷ ὄντι ἡμῖν δέδεικται ὅτι, εἰ μέλλομέν ποτε καθαρῶς τι εἴσεσθαι, ἀπαλλακτέον αὐτοῦ καὶ αὐτῇ τῇ ψυχῇ θεατέον αὐτὰ τὰ πράγματα· καὶ τότε, ὡς ἔοικεν, ἡμῖν ἔσται οὗ ἐπιθυμοῦμέν τε καί φαμεν ἐρασταὶ εἶναι, φρονήσεως, ἐπειδὰν τελευτήσωμεν, ὡς ὁ λόγος σημαίνει, ζῶσιν δὲ οὔ. εἰ γὰρ μὴ οἷόν τε μετὰ τοῦ σώματος μηδὲν καθαρῶς γνῶναι, δυοῖν θάτερον, ἢ οὐδαμοῦ ἔστιν κτήσασθαι τὸ εἰδέναι ἢ τελευτήσασιν· τότε γὰρ αὐτὴ καθ᾽ αὑτὴν ἡ ψυχὴ ἔσται χωρὶς τοῦ σώματος, πρότερον δ᾽ οὔ. καὶ ἐν ᾧ ἂν ζῶμεν, οὕτως, ὡς ἔοικεν, ἐγγυτάτω ἐσόμεθα τοῦ εἰδέναι, ἐὰν ὅτι μάλιστα μηδὲν ὁμιλῶμεν τῷ σώματι μηδὲ κοινωνῶμεν, ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη, μηδὲ ἀναπιμπλώμεθα τῆς τούτου φύσεως, ἀλλὰ καθαρεύωμεν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἕως ἂν ὁ θεὸς αὐτὸς ἀπολύσῃ ἡμᾶς· καὶ οὕτω μὲν καθαροὶ ἀπαλλαττόμενοι τῆς τοῦ σώματος ἀφροσύνης, ὡς τὸ εἰκὸς μετὰ τοιούτων τε ἐσόμεθα καὶ γνωσόμεθα δι᾽ ἡμῶν αὐτῶν πᾶν τὸ εἰλικρινές, τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἴσως τὸ ἀληθές· μὴ καθαρῷ γὰρ καθαροῦ ἐφάπτεσθαι μὴ οὐ θεμιτὸν ᾖ.” τοιαῦτα οἶμαι, ὦ Σιμμία, ἀναγκαῖον εἶναι πρὸς ἀλλήλους λέγειν τε καὶ δοξάζειν πάντας τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῖς. ἢ οὐ δοκεῖ σοι οὕτως;
Παντός γε μᾶλλον, ὦ Σώκρατες.
Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Σωκράτης, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, ὦ ἑταῖρε, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι, ἐκεῖ ἱκανῶς, εἴπερ που ἄλλοθι, κτήσασθαι τοῦτο οὗ ἕνεκα ἡ πολλὴ πραγματεία ἡμῖν ἐν τῷ παρελθόντι βίῳ γέγονεν, ὥστε ἥ γε ἀποδημία ἡ νῦν μοι προστεταγμένη μετὰ ἀγαθῆς ἐλπίδος γίγνεται καὶ ἄλλῳ ἀνδρὶ ὃς ἡγεῖταί οἱ παρεσκευάσθαι τὴν διάνοιαν ὥσπερ κεκαθαρμένην.
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη ὁ Σιμμίας.
Κάθαρσις δὲ εἶναι ἆρα οὐ τοῦτο συμβαίνει, ὅπερ πάλαι ἐν τῷ λόγῳ λέγεται, τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν καὶ ἐθίσαι αὐτὴν καθ᾽ αὑτὴν πανταχόθεν ἐκ τοῦ σώματος συναγείρεσθαί τε καὶ ἁθροίζεσθαι, καὶ οἰκεῖν κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἐν τῷ νῦν παρόντι καὶ ἐν τῷ ἔπειτα μόνην καθ᾽ αὑτήν, ἐκλυομένην ὥσπερ [ἐκ] δεσμῶν ἐκ τοῦ σώματος;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Οὐκοῦν τοῦτό γε θάνατος ὀνομάζεται, λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος;
Παντάπασί γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Λύειν δέ γε αὐτήν, ὥς φαμεν, προθυμοῦνται ἀεὶ μάλιστα καὶ μόνοι οἱ φιλοσοφοῦντες ὀρθῶς, καὶ τὸ μελέτημα αὐτὸ τοῦτό ἐστιν τῶν φιλοσόφων, λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος· ἢ οὔ;
Φαίνεται.
Οὐκοῦν, ὅπερ ἐν ἀρχῇ ἔλεγον, γελοῖον ἂν εἴη ἄνδρα παρασκευάζονθ᾽ ἑαυτὸν ἐν τῷ βίῳ ὅτι ἐγγυτάτω ὄντα τοῦ τεθνάναι οὕτω ζῆν, κἄπειθ᾽ ἥκοντος αὐτῷ τούτου ἀγανακτεῖν;
Γελοῖον· πῶς δ᾽ οὔ;
Τῷ ὄντι ἄρα, ἔφη, ὦ Σιμμία, οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνῄσκειν μελετῶσι, καὶ τὸ τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν. ἐκ τῶνδε δὲ σκόπει. εἰ γὰρ διαβέβληνται μὲν πανταχῇ τῷ σώματι, αὐτὴν δὲ καθ᾽ αὑτὴν ἐπιθυμοῦσι τὴν ψυχὴν ἔχειν, τούτου δὲ γιγνομένου εἰ φοβοῖντο καὶ ἀγανακτοῖεν, οὐ πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη, εἰ μὴ ἅσμενοι ἐκεῖσε ἴοιεν, οἷ ἀφικομένοις ἐλπίς ἐστιν οὗ διὰ βίου ἤρων τυχεῖν-ἤρων δὲ φρονήσεως-ᾧ τε διεβέβληντο, τούτου ἀπηλλάχθαι συνόντος αὐτοῖς; ἢ ἀνθρωπίνων μὲν παιδικῶν καὶ γυναικῶν καὶ ὑέων ἀποθανόντων πολλοὶ δὴ ἑκόντες ἠθέλησαν εἰς Ἅιδου μετελθεῖν, ὑπὸ ταύτης ἀγόμενοι τῆς ἐλπίδος, τῆς τοῦ ὄψεσθαί τε ἐκεῖ ὧν ἐπεθύμουν καὶ συνέσε σθαι· φρονήσεως δὲ ἄρα τις τῷ ὄντι ἐρῶν, καὶ λαβὼν σφόδρα τὴν αὐτὴν ταύτην ἐλπίδα, μηδαμοῦ ἄλλοθι ἐντεύξεσθαι αὐτῇ ἀξίως λόγου ἢ ἐν Ἅιδου, ἀγανακτήσει τε ἀποθνῄσκων καὶ οὐχ ἅσμενος εἶσιν αὐτόσε; οἴεσθαί γε χρή, ἐὰν τῷ ὄντι γε ᾖ, ὦ ἑταῖρε, φιλόσοφος· σφόδρα γὰρ αὐτῷ ταῦτα δόξει, μηδαμοῦ ἄλλοθι καθαρῶς ἐντεύξεσθαι φρονήσει ἀλλ᾽ ἢ ἐκεῖ. εἰ δὲ τοῦτο οὕτως ἔχει, ὅπερ ἄρτι ἔλεγον, οὐ πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη εἰ φοβοῖτο τὸν θάνατον ὁ τοιοῦτος;
Πολλὴ μέντοι νὴ Δία, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν ἱκανόν σοι τεκμήριον, ἔφη, τοῦτο ἀνδρός, ὃν ἂν ἴδῃς ἀγανακτοῦντα μέλλοντα ἀποθανεῖσθαι, ὅτι οὐκ ἄρ᾽ ἦν φιλόσοφος ἀλλά τις φιλοσώματος; ὁ αὐτὸς δέ που οὗτος τυγχάνει ὢν καὶ φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀμφότερα.
Πάνυ, ἔφη, ἔχει οὕτως ὡς λέγεις.
Ἆρ᾽ οὖν, ἔφη, ὦ Σιμμία, οὐ καὶ ἡ ὀνομαζομένη ἀνδρεία τοῖς οὕτω διακειμένοις μάλιστα προσήκει;
Πάντως δήπου, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ ἡ σωφροσύνη, ἣν καὶ οἱ πολλοὶ ὀνομάζουσι σωφροσύνην, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι ἀλλ᾽ ὀλιγώρως ἔχειν καὶ κοσμίως, ἆρ᾽ οὐ τούτοις μόνοις προσήκει, τοῖς μάλιστα τοῦ σώματος ὀλιγωροῦσίν τε καὶ ἐν φιλοσοφίᾳ ζῶσιν;
Ἀνάγκη, ἔφη.
Εἰ γὰρ ἐθέλεις, ἦ δ᾽ ὅς, ἐννοῆσαι τήν γε τῶν ἄλλων ἀνδρείαν τε καὶ σωφροσύνην, δόξει σοι εἶναι ἄτοπος.
Πῶς δή, ὦ Σώκρατες;
Οἶσθα, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι τὸν θάνατον ἡγοῦνται πάντες οἱ ἄλλοι τῶν μεγάλων κακῶν;
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν φόβῳ μειζόνων κακῶν ὑπομένουσιν αὐτῶν οἱ ἀνδρεῖοι τὸν θάνατον, ὅταν ὑπομένωσιν;
Ἔστι ταῦτα.
Τῷ δεδιέναι ἄρα καὶ δέει ἀνδρεῖοί εἰσι πάντες πλὴν οἱ φιλόσοφοι· καίτοι ἄλογόν γε δέει τινὰ καὶ δειλίᾳ ἀνδρεῖον εἶναι.
Πάνυ μὲν οὖν.
Τί δὲ οἱ κόσμιοι αὐτῶν; οὐ ταὐτὸν τοῦτο πεπόνθασιν· ἀκολασίᾳ τινὶ σώφρονές εἰσιν; καίτοι φαμέν γε ἀδύνατον εἶναι, ἀλλ᾽ ὅμως αὐτοῖς συμβαίνει τούτῳ ὅμοιον τὸ πάθος τὸ περὶ ταύτην τὴν εὐήθη σωφροσύνην· φοβούμενοι γὰρ ἑτέρων ἡδονῶν στερηθῆναι καὶ ἐπιθυμοῦντες ἐκείνων, ἄλλων ἀπέχονται ὑπ᾽ ἄλλων κρατούμενοι. καίτοι καλοῦσί γε ἀκο λασίαν τὸ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἄρχεσθαι, ἀλλ᾽ ὅμως συμβαίνει αὐτοῖς κρατουμένοις ὑφ᾽ ἡδονῶν κρατεῖν ἄλλων ἡδονῶν. τοῦτο δ᾽ ὅμοιόν ἐστιν ᾧ νυνδὴ ἐλέγετο, τῷ τρόπον τινὰ δι᾽ ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι.
Ἔοικε γάρ.
Ὦ μακάριε Σιμμία, μὴ γὰρ οὐχ αὕτη ᾖ ἡ ὀρθὴ πρὸς ἀρετὴν ἀλλαγή, ἡδονὰς πρὸς ἡδονὰς καὶ λύπας πρὸς λύπας καὶ φόβον πρὸς φόβον καταλλάττεσθαι, [καὶ] μείζω πρὸς ἐλάττω ὥσπερ νομίσματα, ἀλλ᾽ ᾖ ἐκεῖνο μόνον τὸ νόμισμα ὀρθόν, ἀντὶ οὗ δεῖ πάντα ταῦτα καταλλάττεσθαι, φρόνησις, [καὶ τούτου μὲν πάντα] καὶ μετὰ τούτου [ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα] τῷ ὄντι ᾖ καὶ ἀνδρεία καὶ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ συλλήβδην ἀληθὴς ἀρετή, μετὰ φρονήσεως, καὶ προσγιγνομένων καὶ ἀπογιγνομένων καὶ ἡδονῶν καὶ φόβων καὶ τῶν ἄλλων πάντων τῶν τοιούτων· χωριζόμενα δὲ φρονήσεως [καὶ] ἀλλαττόμενα ἀντὶ ἀλλήλων μὴ σκιαγραφία τις ᾖ ἡ τοιαύτη ἀρετὴ καὶ τῷ ὄντι ἀνδραποδώδης τε καὶ οὐδὲν ὑγιὲς οὐδ᾽ ἀληθὲς ἔχῃ, τὸ δ᾽ ἀληθὲς τῷ ὄντι ᾖ κάθαρσίς τις τῶν τοιούτων πάντων καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀνδρεία, καὶ αὐτὴ ἡ φρόνησις μὴ καθαρμός τις ᾖ. καὶ κινδυνεύουσι καὶ οἱ τὰς τελετὰς ἡμῖν οὗτοι καταστήσαντες οὐ φαῦλοί τινες εἶναι, ἀλλὰ τῷ ὄντι πάλαι αἰνίττεσθαι ὅτι ὃς ἂν ἀμύητος καὶ ἀτέλεστος εἰς Ἅιδου ἀφίκηται ἐν βορβόρῳ κείσεται, ὁ δὲ κεκαθαρμένος τε καὶ τετελεσμένος ἐκεῖσε ἀφικόμενος μετὰ θεῶν οἰκήσει. εἰσὶν γὰρ δή, [ὥς] φασιν οἱ περὶ τὰς τελετάς, “ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι·” οὗτοι δ᾽ εἰσὶν κατὰ τὴν ἐμὴν δόξαν οὐκ ἄλλοι ἢ οἱ πεφιλοσοφηκότες ὀρθῶς. ὧν δὴ καὶ ἐγὼ κατά γε τὸ δυνατὸν οὐδὲν ἀπέλιπον ἐν τῷ βίῳ ἀλλὰ παντὶ τρόπῳ προυθυμήθην γενέσθαι· εἰ δ᾽ ὀρθῶς προυθυμήθην καί τι ἠνύσαμεν, ἐκεῖσε ἐλθόντες τὸ σαφὲς εἰσόμεθα, ἂν θεὸς ἐθέλῃ, ὀλίγον ὕστερον, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ. ταῦτ᾽ οὖν ἐγώ, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ Κέβης, ἀπολογοῦμαι, ὡς εἰκότως ὑμᾶς τε ἀπολείπων καὶ τοὺς ἐνθάδε δεσπότας οὐ χαλεπῶς φέρω οὐδ᾽ ἀγανακτῶ, ἡγούμενος κἀκεῖ οὐδὲν ἧττον ἢ ἐνθάδε δεσπόταις τε ἀγαθοῖς ἐντεύξεσθαι καὶ ἑταίροις·
Φιλοσοφία εστι μελέτη Θανάτου
Κατηγορία:
Αρχαία Ελλάδα
Αρχαία Ελλάδα
Υποκατηγορία:
Αρχαίοι Έλληνες
Αρχαίοι Έλληνες
Ημερομηνία Δημοσίευσης:
02 2013
02 2013
Ώρα Δημοσίευσης:
11:00
11:00
Το ανάρτησε ο/η:
Λίνα Ελληνίς
Λίνα Ελληνίς
Μοιραστείτε το άρθρο!
Δείτε στην ίδια κατηγορία
-
31 2013, 20:00
-
29 2013, 18:00
-
13 2013, 20:00
-
12 2013, 12:45