Όταν τελείωσε η μάχη των Πλαταιών ( Αύγουστος του 479 π.Χ, μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, κατά τη διάρκεια της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα με τον Ξέρξη) η σκηνή του στρατηγού των Περσών Μαρδόνιου (ο Ξέρξης είχε ήδη φύγει) με τα ολόχρυσα σκεύη του και τους μαγείρους του ήρθαν στα χέρια των Ελλήνων.
Ο Παυσανίας διέταξε τους Πέρσες υπηρέτες να ετοιμάσουν ένα γεύμα σαν αυτά που ετοίμαζαν στον Μαρδόνιο και τους συνεργάτες του. Αντίστοιχα ζήτησε από τους Σπαρτιάτες να ετοιμάσουν το συνηθισμένο γεύμα των Λακεδαιμονίων, τον μέλανα ζωμό (*) . Ακολούθως, ο Παυσανίας κάλεσε όλους τους Έλληνες στρατηγούς στη σκηνή του Μαρδόνιου και τους παρουσίασε τα δύο γεύματα ένα πλούσιο σε ολόχρυσα σκεύη, το περσικό και ένα φτωχικό με τον μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Τότε είπε:
“Δεν σας φαίνεται φίλοι μου, πως ήταν πολύ ανόητος ο Μαρδόνιος, να κινήσει να έρθη από τα πέρατα του κόσμου, για να μας αφαιρέσει τον μέλανα ζωμό μας, τη στιγμή που έτρωγε στην πατρίδα του τέτοια φαγητά σε χρυσά σκεύη.” !
Μία ακόμη μαρτυρία σώζεται για τον Μέλανα ζωμό. Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος θέλησε να δοκιμάσει τον περίφημο “μέλανα ζωμό” των Σπαρτιατών. Φυσικά, όταν τον δοκίμασε, του φάνηκε απαίσιος κι επέταξε το πιάτο μακριά γεμάτος αηδία. Αυτός που του τον έφτιαξε -ένας Σπαρτιάτης – είπε τότε στον Διονύσιο : “Δεν σου άρεσε, γιατί του έλειπε η σάλτσα”.
-Και ποια είναι η σάλτα ; ρώτησε ο Διονύσιος.
-Η κούραση, ο ιδρώτας και η πείνα, απάντησε ο Σπαρτιάτης.
Χωρίς το ορεκτικό του μόχθου, καμία απόλαυση στη ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη…!!
(*) Μέλανας ζωμός. Στην Αρχαία Λακεδαίμονα από την εποχή του βασιλιά και νομοθέτη Λυκούργου κατά τον 8ον π.Χ. αιώνα, γινόντανε στην Λακωνία τα κοινά συσσίτια κατά τα οποία λαός και στρατός τρώγανε τον περίφημο Μέλανα Ζωμό. Σφάζανε το χοίρο και φρόντιζαν με μεγάλη επιμέλεια να μαζέψουν το αίμα του μέχρι ρανίδος. Το αίμα ανακάτευαν με ξύδι για να μην πήξει.
Κατόπιν τηγάνιζαν κρέας και λίπος και μέσα σ’ αυτό έριχναν νερό. Μόλις το νερό άρχιζε να βράζει ανακάτευαν μέσα σ’ αυτό αλεύρι κρίθινο και προσέθεταν λίγο-λίγο το αίμα με το ξύδι. Εν συνεχεία και ενώ συνέχιζε το βράσιμο ρίχνανε νερό ώστε να διατηρείται πάντα αραιά πηχτό, υδαρές. Όταν το παρασκεύασμα δεν απορροφούσε άλλο νερό εσήμαινε πως είχε βράσει και ήταν κατάλληλο για σερβίρισμα.