Είναι ακόμα πολύ νωρίς, μα τα πρώτα σημάδια δείχνουν ότι οι Γερμανοί θα κινηθούν διαφορετικά απ’ ότι στο παρελθόν ως προς την οξύτητα της παρέμβασής τους στην προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα. Κι αυτό, όχι φυσικά επειδή δεν θέλουν να παρέμβουν, αλλά επειδή δύο νέα στοιχεία καθορίζουν την πολιτική τους ως προς το θέμα:
Πρώτον, θεωρούν ότι όλα πλέον είναι στα χέρια τους. Δεν φοβούνται για μία κρίση που μπορεί να αρχίσει από την Ελλάδα, όπως φοβόντουσαν το 2010, το ’11 και το ’12 όταν παραδοθήκαμε άνευ όρων ενώ μπορούσαμε να αντιδράσουμε πολύ αποτελεσματικά.
Και, δεύτερον, αντιλαμβάνονται ότι οι παρεμβάσεις τους τώρα, το μόνο που θα κάνουν, είναι να βοηθήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά από τη στιγμή που η ελληνική βουλή έσπασε το φόβο και δεν ψήφισε πρόεδρο, κάτι που θα «περάσει» και στον κόσμο.
Πράγματι, δεν μας είχαν συνηθίσει έτσι: στις προηγούμενες εκλογές ήταν συνεχής ο βομβαρδισμός με δυσμενή σχόλια και απειλές από τη Γερμανία τόσο σε επίπεδο πολιτικών «διαρροών» όσο και σε επίπεδο αρθρογραφίας. Κοινός τόπος ήταν η μανιώδης προσπάθειά τους να στηρίξουν την εκλογή των δήθεν «ευρωπαικών» κομμάτων στην Ελλάδα, της Ν.Δ. υπό τον Αντώνη Σαμαρά και του ΠαΣοΚ υπό τον Βαγγέλη Βενιζέλο.
Τώρα, έχουν, μέχρι στιγμής απλώς περιοριστεί στη δήλωση Σόιμπλε ότι όποιος κι αν έρθει στην εξουσία στην Ελλάδα, το χρέος και οι δεσμεύσεις θα είναι τα ίδια, στις ειρωνείες του περιοδικού Σπίγκελ και στις απειλές – τις μόνες ως τώρα – της Ντι Βελτ η οποία δεν κρατήθηκε και είπε την αλήθεια: ζήτησε να απειλήσει όλη η ευρωζώνη την Ελλάδα με έξωση αν η νέα κυβέρνηση θέσει ζητήματα…
Ακόμα πιο πριν όμως, πρωτού καν η Ν.Δ. κάνει τη μεγάλη και μοιραία τελικά στροφή από το «όχι», του οποίου ο νυν πρωθυπουργός υπήρξε αρχηγός μέχρι να καταλήξει στο «ναι» και να μπει το κόμμα του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, και πάλι είχαν λυσσάξει από τη Γερμανία:
απαιτούσαν το «ναι» του Σαμαρά και την υπογραφή του, τα οποία, τελικά, πήραν – και… «σώθηκε» η Ελλάδα...
Δυστυχώς, μοιάζει οι πιο πολλοί να τα έχουν ξεχάσει σήμερα όλα αυτά. Δεν θα έπρεπε. Αντιθέτως, θα ήταν σκόπιμο να τα θυμόμαστε, καθώς αναμφίβολα κάτι σημαίνει το γεγονός ότι, αυτή τη στιγμή δεν επαναλαμβάνονται – αντίθετα, σε γενικές γραμμές, έχει πέσει «σιωπή ασυρμάτου» από το Βερολίνο.
Τώρα, οι Γερμανοί ούτε την υπογραφή του Τσίπρα ζητούν, ούτε απειλούν την Ελλάδα με θεούς και δαίμονες. Εχουν απλά «καθίσει» στη γωνία και περιμένουν, αφού όμως, προσοχή, πρώτα έριξαν ουσιαστικά τον Σαμαρά μη επιτρέποντάς του να εμφανιστεί με μια τελική συμφωνία και έχοντας αφήσει την τελευταία φάση ορθάνοικτη…
Στο Βερολίνο, αυτή τη στιγμή, φοβούνται πια πολύ λιγότερο. Εχουν ελέγξει την κατάσταση πιστεύουν – το χρόνο και το σχετικό πλεονέκτημα τους τα έδωσαν οι προηγούμενες και η απερχόμενη σήμερα κυβέρνηση. Τώρα νιώθουν ασφαλείς και έτοιμοι και γι αυτό δεν φωνάζουν.
Ούτε και μετά θα φωνάξουν. Απλώς, θα εμφανίσουν ένα ultimatum λίγων ημερών, αν όχι και ωρών, στην επόμενη ελληνική κυβέρνηση με το οποίο θα απαιτούν την πλήρη συμμόρφωση προς αυτά που απαιτούν. Και αν δεν γίνει αποδεκτό, θα «πατήσουν το κουμπί». Είναι αποφασισμένοι γι αυτό – ίσως και να το προκαλούν σε ένα βαθμό.
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι έστειλαν την κυβέρνηση που έκανε τα πάντα γι αυτούς στο ικρίωμα;
Η Ελλάδα πρέπει να ετοιμάζεται για πολύ δύσκολες ώρες. Αλλά αυτό ήταν αναπόφευκτο ότι θα συνέβαινε, γιατί το πρόγραμμα που της επιβλήθηκε ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί στο σύνολό του και το γνώριζαν όλοι πολύ καλά.
Οι Γερμανοί πάνε πιο πέρα την κυριαρχία τους, ετοιμάζουν την πολιτική ένωση της Ευρώπης υπό το Βερολίνο και πριν το κάνουν θέλουν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Δεν πρόκειται να ανεχθούν ούτε «απειθαρχίες», ούτε «αποτυχίες». Θα απαιτήσουν πλήρη συμμόρφωση. Αυτός είναι ο σχεδιασμός τους και θα τον θέσουν σε ωμή εφαρμογή
στην Ελλάδα αμέσως μετά το σχηματισμό κυβέρνησης, να δει όλη η Ευρώπη…
Κακώς οι ελληνικές κυβερνήσεις δέχθηκαν να υπογράψουν όλα αυτά που υπέγραψαν. Ακόμα πιο κακώς μπήκαν στη λογική «να υπογράψουμε, να προσπαθήσουμε κι ότι καταφέρουμε». Ηταν ένα τεράστιο λάθος αυτή η άνευ όρων παράδοση της χώρας, την οποία η Ελλάδα θα πληρώσει ακριβά.
Αυτό είναι που πραγματικά θα πληρώσει η χώρα κι όχι, όπως θέλουν πολλοί να λένε, την μονόδρομη πλέον πορεία αντίστασής της σε αυτή την πολιτική.