O καπετάν Βαγγέλης Φωτιάδης
Τον καιρό εκείνο, οι Τούρκοι διοικητές στη Μικρασία και τον Πόντο είχαν την απαίτηση κάθε που γινόταν γάμος Ελληνικός, να περνάνε την πρώτη νύχτα του γάμου με τη νεόνυμφη.
Ο πατέρας του καπετάν Βαγγέλη αντιστάθηκε στην ατίμωση της κόρης του και οι Τούρκοι τον σκότωσαν κι αυτόν κι έναν γιο του. Ο καπετάν Βαγγέλης απουσίαζε εκείνες τις ημέρες.΄Οταν επέστρεψε και πληροφορήθηκε τα καθέκαστα βγήκε αντάρτης στα βουνά, μάζεψε κι άλλα παλληκάρια κι έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Τσετών που δρούσαν στην περιοχή.
Κατά την ηρωϊκή έξοδο από τη Νικομήδεια οδήγησε 10000 γυναικόπαιδα στη μητέρα πατρίδα που αποδείχτηκε μητριά και πρώτα απ όλα στον ίδιο .
Τα τελευταία χρόνια του τα πέρασε στη Νέα Νικομήδεια αλλά επισκεπτόταν συχνά και το Μεσημέρι. Στο σπίτι που διέμενε τον θυμούνται, λεβέντη μέχρι τα τελευταία του αν και κάποια στιγμή άγνωστο με ποιο τρόπο, έχασε το αριστερό του χέρι. Κάποιοι προσπάθησαν να του βγάλουν μια σύνταξη για να ζη αξιοπρεπώς αλλά στάθηκε αδύνατο , και πως αλλοιώς αφού ουδείς λόγος γινόταν περί γενοκτονίας για να μη διαταραχθεί η πολύτιμη ελληνοτουρκική φιλία.Ζούσε με εράνους μέχρι το θάνατό του.
Μπράβο Ελλάδα, καταδίκασες άλλο ένα άξιο παιδί σου.
Από μαρτυρίες κατοίκων του Μεσημερίου.
* Με το τέλος του πολέμου ο Καπετάν Βαγγέλης ήρθε στην Ελλάδα.Οι συνθήκες διαβίωσης και η πολιτικές καταστάσεις ήταν δύσκολες γι αυτόν.Για κάποιο χρονικό διάστημα έμεινε στη Δράμα και εκεί σε μια συμπλοκή πολιτικού περιεχομένου,τραυματίστηκε και έχασε το το ένα του χέρι.Πήρε μέρος στην Εθνική αντίσταση και γενικά ποτέ δεν αποχωρίστηκε τα μαχαίρια και τα πιστόλια του.
Πληροφορία από Αρχοντούλα Βελκοπούλου
Photo: Despina Stefanidis
Shared from ATAPAZAR facebook page.
https://www.facebook.com/groups/55421058253/?fref=ts
η σύντομη ιστορία του όπως είναι γραμμένη στο μνήμα του στη Νέα Νικομήδεια Ημαθίας…
Ο Ευάγγελος Φωτιάδης γεννήθηκε το 1892 στην Ποντοηράκλεια. Η καταγωγή του όμως ήταν από το Σέρντιβαν. Αρνήθηκε να καταταγεί στον τουρκικό στρατό κι’έτσι κατέφυγε στα βουνά της περιοχής. Εκεί συγκρότησε με λίγα όπλα αντάρτικο,το οποίο όμως γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα σπουδαίο σώμα πεντακοσίων περίπου ανδρών. Συνεργάστηκε με τους φιλοσουλτανικούς που πολεμούσαν ενάντια του Κεμάλ. Είχε υπαρχηγούς τους: Σταύρο Ευθυμιάδη,Χρήστο Ταχτσόγλου,Κυριάκο Παπαδόπουλο,Λάζαρο Τσορακλίδη,Λεόντιο,Σάββα και Σταύρο Σουλτσίδη,Κωνσταντίνο και Κυριάκο Ιωσηφίδη και τον Σαργιαννίδη. Τα κατορθώματά του ήταν πάρα πολλά. Κάτοικοι χωριών που σώθηκαν με την υποστήριξη του Καπετάν Βαγγέλη αναφέρουν: ‘’Ο Καπετάν Βαγγέλης πολέμησε αδίστακτα,ηρωικά τους Τούρκους τσέτες,τσανταρμάδες και στρατιώτες ως τη μέρα του ξεριζωμού μας. Μετά τη δολοφονία των παλικαριών,το κάψιμο των χωριών και τον αποδιωγμό μας στα βουνά,κατάφερε να συγκεντρώσει όλους τους κρυμμένους Έλληνες και προστατεύοντας μας με το σώμα επιλέκτων πολεμιστών του να μας περάσει από τον ποταμό Σαγγάριο και μετά από πορεία πέντε μερόνυχτων να μας οδηγήσει σώους στη Νικομήδεια,όπου υπήρχαν τμήματα του ελληνικού στρατού,όπου και μας παρέδωσε.’’ ‘’…ο Καπετάν Βαγγέλης καβάλα στο άλογο του με το μαστίγιο στο χέρι και τη σάλπιγγα στο στόμα,με τους οπλίτες του σε αυστηρή πειθαρχία,μας επέβαλε τάξη και πιστή υπακοή. Έτσι στις 16 Αυγούστου 1920 περάσαμε το Σαγγάριο ποταμό. Σ’όλη τη διαδρομή ήσαν 200 οπλίτες εμπροσθοφυλακή,200 οπισθοφυλακή και ανάλογες πλαγιοφυλακές. Μόλις περάσαμε το ποτάμι έγινε μια μικρή αναστάτωση γιατί εκπυρσοκρότησε κατά λάθος κάποιο όπλο. Μόλις εξακριβώθηκε το λάθος συνεχίσαμε με τάξη και φτάσαμε στο χωριό Φουντουκλή. Εκεί καταλύσαμε το βράδυ της 17ης Αυγούστου. Την επόμενη μόλις ετοιμαστήκαμε φάνηκαν καμιά εικοσαριά Τούρκοι ιππείς προς παρενόχληση μας. Νόμιζαν πως ήμασταν άοπλοι. Ο Καπετάν Βαγγέλης διέταξε ακροβολισμό όλων των οπλιτών,που περικύκλωσαν τους ιππείς,τους συνέλαβαν όλους και τους αφόπλισαν. Την ίδια μέρα φτάσαμε έξω από τη Νικομήδεια και εκεί ο Καπετάν Βαγγέλης παρέδωσε τους αιχμαλώτους στον ελληνικό στρατό.’’ ‘’Υπολογίσαμε ότι οι Έλληνες που σώθηκαν χάρη στον οπλαρχηγό Καπετάν Βαγγέλη ξεπερνούσαν τους 10.000.’’ Με το τέλος του πολέμου ο Καπετάν Βαγγέλης έρχεται στην Ελλάδα. Οι συνθήκες διαβίωσης καθώς και οι πολιτικές καταστάσεις είναι δύσκολες γι’αυτόν. Μένει για κάποιο χρονικό διάστημα στη Δράμα και εκεί σε μία συμπλοκή πολιτικού περιεχομένου τραυματίζεται και χάνει το ένα του χέρι. Λαμβάνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και γενικά δεν αποχωρίζεται ποτέ τα μαχαίρια και τα πιστόλια του. Πέθανε στη Νέα Νικομήδεια Βέροιας και ο ανδριάντας του βρίσκεται στο χωριό Μεσημέρι.