Ξεκινώντας στις 3 Ιουλίου σε ενιαίο σώμα, για ν’ αποφύγει την επανάληψη του κινδύνου που διέτρεξε στο Δορύλαιο, ο στρατός αγωνιζόταν να περάσει το μικρασιατικό οροπέδιο προς τα νοτιοανατολικά. Αφού πέρασε μέσα από το Πολύβοτο, έστρεψε προς την Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου ήταν δυνατό να βρεθούν τρόφιμα και νερό και κατέληξε στο Φιλομήλιον (Ακσεχιρ).
Από το Φιλομήλιον και έπειτα ο δρόμος τους περνούσε από ερημωμένη χώρα ανάμεσα στα βουνά και την έρημο. Μέσα στην αδιάκοπη ζέστη, στην καρδιά του καλοκαιριού, οι βαριά οπλισμένοι ιππότες και τα άλογά τους, καθώς και οι πεζοί στρατιώτες υπέφεραν τρομερά. Δεν υπήρχε πουθενά νερό εκτός από τα αλμυρά έλη της ερήμου και καμιά βλάστηση εκτός από αγκαθωτούς θάμνους, των οποίων τα κλαδιά μασούσαν σε μια μάταιη απόπειρα να βγάλουν λίγη υγρασία. Έβλεπαν τις παλιές βυζαντινές στέρνες πλάι στο δρόμο, αλλά όλες τους είχαν καταστραφεί από τους Τούρκους. Πρώτα χάθηκαν τα άλογα πολλοί ιππότες αναγκάσθηκαν να βαδίζουν πεζή, πολλοί ίππευαν βόδια, ενώ άλλοι μάζευαν πρόβατα, κατσίκες και σκύλους για να σύρουν τά αμάξια των αποσκευών. Αλλά το ηθικό του στρατού παρέμενε υψηλό. Στο σταυροφόρο Fulcher de Chartres, η συναδελφικότητα των στρατιωτών που προέρχονταν από διαφορετικές χώρες και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες,
φαινόταν ως κάτι εμπνευσμένο από το Θεό: «Mais aussi qui jamais a entendu dire qu’autant de nations de langues differentes aient ete reunies en une seule armee, telle que la notre:, ou se trouvaient rassembles Francs, habitans de la Flandre, Frisons, Gaulois, Bretons, Allobroges, Lorrains, Allemands, Bavarois, Normands, Ecossais, Anglais, Aquitains, Italiens, gens de la Pouille, Espagnols, Daces, Grecs et Armeniens? Quoique divises par le langage, nous semblions tous autant de freres et de proches parens unis dans un meme esprit, par l’amour du Seigneur.»
Στα μέσα Αυγούστου, οι σταυροφόροι έφθασαν στο Ικόνιο, μητρόπολη της επαρχίας Λυκαονίας. Το Ικόνιο (Konya) ήταν στα χέρια των Τούρκων επί δεκατρία χρόνια και ο Kilidj Arslan επρόκειτο σύντομα να το επιλέξει ως τη νέα του πρωτεύουσα αλλά για την ώρα ήταν εγκαταλειμμένο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει στα βουνά με όλα τα κινητά υπάρχοντά τους. Όμως δεν μπορούσαν να καταστρέψουν τα ποταμάκια και τους δενδρόκηπους στην ωραία κοιλάδα του Μεράμ, πίσω από την πόλη. Η γονιμότητά της γοήτευσε τους κουρασμένους Χριστιανούς. Αναπαύθηκαν εκεί αρκετές ημέρες για νά ανακτήσουν τις δυνάμεις τους. Όλοι είχαν ανάγκη από ανάπαυση ακόμα και οι αρχηγοί τους είχαν εξαντληθεί. Ο Godfrey είχε πληγωθεί μερικές ημέρες νωρίτερα από μια αρκούδα που κυνηγούσε. Ο Raymond of Toulouse ήταν βαριά άρρωστος και όλοι νόμιζαν ότι θα πέθαινε. Ο επίσκοπος της Orange του έδωσε τα άχραντα μυστήρια, αλλά η παραμονή στο Ικόνιο τον θεράπευσε και μπόρεσε να βαδίσει μαζί με το στράτευμα όταν αυτό ξεκίνησε πάλι.
Οι Λατίνοι στρατιώτες από τό Ικόνιο έφθασαν στη γόνιμη κοιλάδα της Ηράκλειας. Στην Ηράκλεια (Eregli) βρήκαν ένα μικρό στρατό, υπό τον εμίρη Χασάν και τον Δανισμένδη εμίρη. Οι δυο εμίρηδες, ανησυχώντας για τις κτήσεις τους στην Καππαδοκία, προφανώς είχαν την ελπίδα ότι με την παρουσία τους θά ανάγκαζαν τους σταυροφόρους να επιχειρήσουν να περάσουν τους αυχένες του Ταύρου προς την ακτή. Αλλά μόλις είδαν τους Τούρκους, οι σταυροφόροι, έκαναν επίθεση με επικεφαλής τον Bohemund, που αναζήτησε τον ίδιο τον Δανισμένδη εμίρη. Οι Τούρκοι δεν είχαν διάθεση για μάχη εκ του συστάδην και υποχώρησαν γρήγορα προς βορρά, εγκαταλείποντας τις πόλεις στους χριστιανούς.
Χρειάστηκε τώρα πάλι να συζητήσουν σχετικά με το δρόμο που θά ακολουθούσαν. Λίγο ανατολικότερα από την Ηράκλεια ο κύριος δρόμος οδηγούσε μέσα από τα βουνά του Ταύρου περνώντας τη φοβερή διάβαση των Πυλών της Κιλικίας και έβγαινε στην Κιλικία. Αυτός ήταν ο κατ’ ευθείαν δρόμος προς την Αντιόχεια (Antakya), αλλά παρουσίαζε μειονεκτήματα. Οι Πύλες της Κιλικίας δεν είναι εύκολες στη διάβαση. Σε διάφορα σημεία ο δρόμος είναι τόσο απότομος και τόσο στενός ώστε ένα πολύ μικρό τμήμα που θα κατείχε τα υψώματα θα μπορούσε να προκαλέσει εύκολα αναστάτωση σέ ένα αργοκίνητο στράτευμα. Η Κιλικία ήταν στα χέρια των Τούρκων, και το κλίμα εκεί τον Σεπτέμβριο, όπως τους ανέφεραν οι Βυζαντινοί οδηγοί, ήταν από τα χειρότερα.
Από το άλλο μέρος, η πρόσφατη ήττα των Τούρκων άνοιξε το δρόμο προς την Καισάρεια (Kayseri). Από εκεί μια συνέχεια του μεγάλου βυζαντινού στρατιωτικού δρόμου οδηγεί, περνώντας τον Αντίταυρο, στη Γερμανίκεια (Maras) και κάτω μέσα από το ευρύ χαμηλό πέρασμα των Πυλών του Αμανού στην πεδιάδα της Αντιόχειας. Αυτός ήταν ο δρόμος που η κυκλοφορία από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη ακολουθούσε κυρίως κατά τα χρόνια προ των τουρκικών εισβολών και για την ώρα είχε το πλεονέκτημα ότι περνούσε από εδάφη που κατείχαν Αρμένιοι ηγεμονίσκοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, υποτελείς, έστω κατ’ όνομα, του αυτοκράτορα και κατά πάσαν πιθανότητα ευνοϊκά διατεθειμένοι. Αυτός ο τελευταίος δρόμος υποδείχθηκε από το στρατηγό Τατίκιο και τόν ακολούθησε η πλειοψηφία των Φράγκων μαχητών.Στην προσέγγισή των σταυροφόρων, οι Τούρκοι εξαφανίσθηκαν και παρ’ όλο ότι ο Βοημούνδος ξεκίνησε να τους καταδιώξει, δεν κατόρθωσε να πάρει επαφή μαζί τους. Στα Κόμανα της Καππαδοκίας, οι κάτοικοι δέχτηκαν με χαρά τους ελευθερωτές τους, οι οποίοι κάλεσαν τον Τατίκιο να ορίσει έναν κυβερνήτη να διοικεί την πόλη στο όνομα του αυτοκράτορα. Ο Τατίκιος έδωσε τη θέση στον Pierre d’Aulps (Πετραλίφη), έναν Προβηγκιανό ιππότη ο οποίος είχε περάσει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Η εκλογή υπήρξε διακριτική και το επεισόδιο έδειξε ότι οι Φράγκοι και οι Βυζαντινοί μπορούσαν ακόμα να συνεργάζονται και να εφαρμόζουν τη συνθήκη που είχε γίνει μεταξύ των ηγεμόνων και του αυτοκράτορα.
Αλλά ο Ταγκρέδος (Tancrede de Hauteville), ανιψιός του Βοημούνδου, με ένα σώμα Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας και με τον αδελφό του Γοδεφρείδου, τον Βαλδουίνο της Βουλώνης (Baudoin de Flandres), αποφάσισαν νά αποσπασθούν από το κύριο στράτευμα και να περάσουν στην Κιλικία όπου εκεί, οι Φράγκοι βρήκαν ως αναπάντεχους συμμάχους τούς Αρμένιους. Ως γνωστόν, την εποχή της κατάκτησης της Μεγάλης Αρμενίας από τους Τούρκους στον ενδέκατο αιώνα, ένα μέρος του αρμενικού πληθυσμού, για να γλιτώσει από το μουσουλμανικό ζυγό, είχε υποχωρήσει προς την Καππαδοκία, την Κιλικία, ως την περιοχή της Έδεσσας (Ούρφα ή SanliUrfa), στα βορειοανατολικά της Συρίας. Αν και στην πεδιάδα της Κιλικίας και στην Καππαδοκία η αρμενική μετανάστευση δεν είχε κατορθώσει να εμποδίσει τη χώρα να υποστεί την τουρκική κυριαρχία, δραστήριοι Αρμένιοι αρχηγοί είχαν εγκατασταθεί σταθερά στις αετοφωλιές του Ταύρου, όπως και στη Μελιτηνή (Malatya), και ως την Έδεσσα, όπου χάρη σε ένα θαύμα ικανότητας και θάρρους, είχαν διατηρήσει, μαζί με τη χριστιανική τους πίστη, την πολιτική τους ανεξαρτησία. Η άφιξη των σταυροφόρων θα έφερνε σ’ αυτούς τους ηρωικούς χριστιανούς μια ανέλπιστη βοήθεια, η οποία όμως πολλές φορές θα αποδεικνύονταν μοιραία.
Ο Ταγκρέδος κι ο Βαλδουίνος έφθασαν στην Ταρσό καί ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης κτύπησε την τουρκική φρουρά, που πανικόβλητη εκκένωσε την πόλη. Έλληνες καί Αρμένιοι υποδέχθηκαν τον Ταγκρέδο στα Αδανα (Adana) και του άνοιξαν τις πύλες, τόν Σεπτέμβριο του 1097 και το ίδιο έκαναν στά Μάμιστρα ή Μόψους (Misis) τόν Οκτώβριο. Ο Βαλδουίνος, μετά από πρόσκληση του κουροπαλάτη του αυτοκράτορα Θεόδωρου (Θόρος), εισήλθε στήν Εδεσσα τό 1098. Παρατίθεται η εξέλιξη της πρόσκλησης από τήν «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου:
«Ο διοικητής αυτής Θεόδωρος είχε προσκαλέσει τόν ηγεμόνα εκείνον ίνα από κοινού μετ’αυτού καταπολεμήση τούς πέριξ Τούρκους. Ο σταυροφόρος εισελθών ούτως εις τήν ελληνίδα πόλιν υιοθετείται υπό του γέροντος διοικητού, αλλά μετ’ολίγον διενεργήσας τήν δολοφονίαν του θετού πατρός γίνεται κύριος της πόλεως καί ορμώμενος απ’αυτήν ιδρύει τήν πρώτην φράγκικην εν τη Ανατολή ηγεμονίαν. Η διαγωγή αύτη του Βαλδουίνου ήτο τόσω μάλλον σκανδαλώδης όσω δέν προέκειτο περί πόλεως από Τούρκων ανακτηθείσης, προέκειτο περί κτήματος από χριστιανών αρπαγέντος. Καί έπειτα οι Φράγκοι ιστορικοί έχουσιν έτι τήν γενναιότητα νά ομιλώσι περί της απιστίας των Ελλήνων.»
Ο Αλέξιος, προτού προστρέξει σε βοήθεια των σταυροφόρων, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει πόλεις και λιμάνια, τα οποία κατείχαν σύμφωνα με την Κομνηνή οι βάρβαροι: «Αλλά ταύτα μέν τά κατά τήν Αντιόχειαν, ο δέ γε αυτοκράτωρ πολλήν μέν είχε τήν προθυμίαν αυτός εις αρωγήν των Κελτών παραγενέσθαι, απείργε δ’ αυτόν καίπερ σφαδάζοντα η των κατά θάλατταν διακειμένων πόλεών τε καί χωρών λεηλασία καί παντελής ερείπωσις. Ο μέν γάρ Τζαχάς τήν Σμύρνην ωσπερ ιδιόν τι λάχος κατείχεν, ο δέ γε Ταγγριπερμής καλούμενος πόλιν τινά Εφεσίων αγχού της θαλάττης διακειμένην. Καί άλλος άλλα φρούρια των σατραπών κατέχοντες ως αργυρωνήτοις τοις Χριστιανοίς εκέχρηντο άπαντα ληζόμενοι, αλλά καί αυτάς δή τάς νήσους Χίον τε και Ρόδον κατέσχον ληστρικάς εκείθεν κατασκευάσαντες ναύς. Διά τοι ταύτα δείν ελογίσατο πρότερον των κατά θάλατταν καί τόν Τζαχάν πρόνοιαν ποιήσασθαι, καί δυνάμεις διά ξηράς αρκούσας καί στόλον ικανόν καταλιπείν, είτα δι’ αυτών τάς των βαρβάρων αναχαιτίζειν ορμάς καί αντι καθίστασθαι αυτοίς, καθ’ ούτως μετά του λοιπού στρατεύματος της πρός Αντιόχειαν φερούσης αψασθαι μετά των αναμεταξύ βαρβάρων ως ενόν μαχόμενος.»
Η συνδυασμένη επίθεση του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα από τήν ξηρά και του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού από τή θάλασσα ανάγκασε τον εμίρη της Σμύρνης (Izmir) να παραδώσει την πόλη. Κατόπιν έπεσε η Έφεσος (Efes). Και ενώ ο βυζαντινός ναύαρχος μέ τούς δρόμωνες του, ανακτούσε την ακτή και τα νησιά, ο Ιωάννης Δούκας βάδισε στην ενδοχώρα, κυριεύοντας τις Σάρδεις, την Φιλαδέλφεια (Alasehir) και την Λαοδίκεια. Στο τέλος του φθινοπώρου του 1097, η επαρχία ολόκληρη ήταν και πάλι ελληνική και μόλις θα περνούσε ο χειμώνας ο Αλέξιος είχε σκοπό νά αποκαταστήσει τον έλεγχο στο δρόμο που οδηγούσε από το Πολύβοτο και το Φιλομήλιον προς νότο στην πόλη του Ατταλου, και από εκεί κατά μήκος της ακτής προς ανατολάς, στην Κιλικία.
Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι σταυροφόροι παρέκαμπταν από τα βορειοανατολικά τον ορεινό όγκο του Αντιταύρου ως την Καισάρεια, από όπου ξανακατέβηκαν προς τή Γερμανικεία (Μαράς) ενώ οι βυζαντινοί κάτοικοι τους υποδεχόταν παντού με συγκινητικό ενθουσιασμό. Στις 16 του Οκτώβρη εισέβαλαν στη Συρία. Στις 21 Οκτωβρίου 1097, ο Βοημούνδος, με τις προφυλακές, έφτανε ως την πόλη του Αντίοχου. Η πόλη βρισκόταν υπό τήν κυριαρχία του Σιγιάν καί ο πληθυσμός της πόλεως των οποίο αποτελούσαν Έλληνες, Σύριοι καί Αρμένιοι, ήταν εχθρικά διακείμενος πρός τόν κυβερνήτη. Οι σταυροφόροι έμειναν κατάπληκτοι από το θέαμα της μεγάλης πόλεως. Τα σπίτια και οι αγορές της Αντιόχειας κάλυπταν μια πεδιάδα που είχε μήκος περίπου τρία μίλια και βάθος ένα μίλι μεταξύ του ποταμού Ορόντη και του όρους Σιλπίου. Οι επαύλεις και τα παλάτια των πλουσίων ήταν σκορπισμένα στις πλαγιές του βουνού. Γύρω από όλα αυτά υψώνονταν οι τεράστιες οχυρώσεις που είχαν κατασκευασθεί από τους Βυζαντινούς με τα τελευταία τεχνάσματα της κατασκευαστικής τους επιτηδειότητας.
Η πόλη της Αντιόχειας βρίσκεται επάνω στον ποταμό Ορόντη, περί τα δώδεκα μίλια από τη θάλασσα. Είχε ιδρυθεί το 300 π.Χ. από τον Σέλευκο Ι της Συρίας. Σύντομα αναπτύχθηκε και έγινε η πρώτη πόλη της Ασίας, και υπό την ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η τρίτη πόλη στον κόσμο. Για τους χριστιανούς ήταν ιδιαίτερα ιερή γιατί εκεί πήραν για πρώτη φορά το όνομα χριστιανοί και εκεί ο Απόστολος Πέτρος είχε ιδρύσει την πρώτη επισκοπή του. Τον έκτο αιώνα, σεισμοί και μια λεηλασία από τους Πέρσες είχαν μειώσει τη λαμπρότητά της και μετά την αραβική κατάκτηση είχε παρακμάσει, προς όφελος της αντιζήλου της στην ενδοχώρα του Χαλεπίου. Η ανάκτησή της από το Βυζάντιο κατά τον δέκατο αιώνα αποκατέστησε μέρος από το μεγαλείο της. Έγινε ο κυριότερος τόπος συναντήσεως του χριστιανικού και του μωαμεθανικού εμπορίου και το ισχυρότερο φρούριο στη συριακή μεθόριο.
Ο Σουλεϊμάν Ibn Κουτουλμίς την κυρίευσε το 1085 καί έκτοτε ήταν υπό μουσουλμανική κυριαρχία. Η πολιορκία ξεκίνησε αμέσως, αλλά η συνοχή του σταυροφορικού στρατού κλυδωνίζονταν από συνεχείς διενέξεις ανάμεσα στούς αρχηγούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στόν Ραϋμόνδο καί τόν Βοημούνδο, αφού καί οι δύο διεκδικούσαν τήν αρχηγία της πόλης, μετά τήν επικείμενη άλωσή της. O Γάλλος χρονικογράφος Foulcher de Chartres (1059-1127) περιγράφει τά βασανιστήρια των χριστιανών κατοίκων της Αντιόχειας, στους οποίους ξέσπαγαν οι Τούρκοι στρατιώτες:
«… un jour, entre autres, il arriva que sept cents Turcs tomberent a la fois sous les coups des notres. Ces infideles avaient tendu un piege aux Francs, qui de leur cote s’etaient places en embuscade les premiers furent vaincus. Dans cette rencontre la puissance de Dieu se manifesta bien clairement; car tous nos gens revinrent sains et saufs a l’exception d’un seul que blessa l’ennemi. Mais, helas! les Turcs, transportes de rage, egorgeaient une foule de Chretiens, Grecs, Syriens, Armeniens etablis dans la ville, et puis, apres les avoir tues, ils lancaient leurs tetes avec des pierriers, et des frondes hors des murs, et jusque sous les yeux des notres, vraiment consistes d’un tel spectacle. (… αλοίμονο, οι Τούρκοι, παρασυρμένοι από τήν οργή τους, ξεκοίλιασαν ένα πλήθος από χριστιανούς Ελληνες, Σύριους καί Αρμένιους καί μετα εκσφενδόνιζαν τά κεφάλια τους έξω από τά τείχη…)»
Ο Τούρκος διοικητής Yaghi-Siyan περίμενε άμεση έφοδο κατά της πόλεως. Αλλά μεταξύ των αρχηγών των σταυροφόρων μόνο ο Raymond γνωμάτευσε ότι έπρεπε να δοκιμάσουν να κυριεύσουν τα τείχη εξ εφόδου. Ο Θεός, είπε, ο οποίος τους είχε προστατεύσει ως τότε, θα τους έδινε ασφαλώς τη νίκη. Η πίστη του δεν βρήκε ανταπόκριση από τους άλλους. Οι οχυρώσεις τούς φόβιζαν. Οι στρατιώτες ήταν κουρασμένοι, δεν μπορούσαν τώρα να αντιμετωπίσουν βαριές απώλειες. Επί πλέον, αν αργοπορούσαν, θα τους έρχονταν ενισχύσεις. Ο Tancred επρόκειτο να έρθει από την Αλεξανδρέττα (Iskenderun). Ίσως σε λίγο ερχόταν ο αυτοκράτωρ με τις θαυμάσιες πολιορκητικές μηχανές του. Ο Bohemund, ήταν αντίθετος στη γνώμη του Raymond. Οι φιλοδοξίες του τώρα συγκεντρώθηκαν στην κατάληψη της Αντιόχειας για τον εαυτό του. Όχι μόνο θα προτιμούσε να μην την ιδεί να λαφυραγωγείται από την αρπακτικότητα ενός στρατού που ανυπομονούσε να λαφυραγωγήσει μια πλούσια πόλη, αλλά, ακόμα πιο σοβαρά, φοβόταν ότι, αν κυριευόταν από την ενωμένη προσπάθεια της Σταυροφορίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να στηρίξει αποκλειστική διεκδίκησή της για τον εαυτό του.
Το χειμώνα υποφέροντας από τό κρύο, οι σταυροφόροι άρχισαν νά αποθαρρύνονται, παρά τις επιτυχίες που είχαν. Στα μέσα Νοεμβρίου μια εκστρατεία υπό τον Bohemund κατόρθωσε να παρασύρει τη φρουρά του Χαρένκ έξω από το φρούριό της και να την εξοντώσει πλήρως. Σχεδόν την ίδια μέρα μια γενουάτικη μοίρα από δεκατρία πλοία εμφανίστηκε στο λιμάνι του Αγίου Συμεών, το οποίο οι σταυροφόροι με τη βοήθειά της κατόρθωσαν να καταλάβουν. Αλλά αυτές οι επιτυχίες επισκιάσθηκαν από το πρόβλημα της διατροφής του στρατού. Όταν οι σταυροφόροι πρωτομπήκαν στην πεδιάδα της Αντιόχειας, την είχαν βρει γεμάτη από εφόδια. Τα πρόβατα και τα βόδια ήταν άφθονα και οι αποθήκες των χωριών είχαν ακόμη το μεγαλύτερο μέρος της συγκομιδής του έτους. Τώρα ήταν αναγκασμένοι να στέλνουν στρατιώτες για να μαζεύουν εφόδια όλο και σε μεγαλύτερη ακτίνα, και ως εκ τούτου ήταν πιο πολύ εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να εξοντωθούν από Τούρκους που κατέβαιναν από τα βουνά.
Ο Yaghi-Siyan, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου, έκανε μια έξοδο με πολλές δυνάμεις από μία γέφυρα και έπεσε επάνω στους σταυροφόρους που ήταν στρατοπεδευμένοι βορείως του ποταμού Ορόντη. Η επίθεση ήταν αναπάντεχη, αλλά η ετοιμότητα του Raymond de saint Gilles έσωσε την κατάσταση. Συγκέντρωσε βιαστικά μια ομάδα από ιππότες και έκανε επέλαση μέσα στο σκοτάδι εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι γύρισαν πίσω και έφυγαν από τη γέφυρα. Ο Raymond τους καταδίωξε τόσο ορμητικά ώστε για μια στιγμή οι άνδρες του πέρασαν τη γέφυρα πριν κλείσουν οι πύλες. Φαινόταν ότι επρόκειτο να δικαιολογηθεί η πεποίθηση του Raymond ότι η πόλη μπορούσε να κυριευθεί εξ εφόδου, οπότε ένα άλογο, που είχε ρίξει τον αναβάτη του, έκανε απότομα πίσω σπρώχνοντας τους ιππότες που είχαν κατακλύσει τη γέφυρα και δημιουργώντας σύγχυση. Ήταν πολύ σκοτάδι για να ιδούν τι συνέβαινε και προκλήθηκε πανικός μεταξύ των σταυροφόρων. Με τη σειρά τους έφυγαν κι αυτοί καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους, ώσπου ανασυγκροτήθηκαν στο στρατόπεδό τους κοντά στην πλωτή γέφυρα. Οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη.
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1098, ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα Τατίκιος εγκατέλειψε ξαφνικά το στρατό. Είχε συνοδεύσει τη Σταυροφορία από τη Νίκαια μέ ένα μικρό επιτελείο και με μια ομάδα κυρίως από οδηγούς και μηχανικούς και προφανώς είχε καλές σχέσεις με τους αρχηγούς. Στα Κόμανα και στο Κόξον οι σταυροφόροι είχαν κανονικά παραδώσει τις κατακτήσεις τους σέ αυτόν και αυτός στις αναφορές του εξήρε γενναιόφρονα τις πολεμικές τους ικανότητες. Σύμφωνα μέ την Άννα Κομνηνή, ο Bohemund τον κάλεσε μια μέρα, και του είπε υπό απόλυτη εχεμύθεια ότι οι άλλοι αρχηγοί, όντας δυσαρεστημένοι με την στάση του αυτοκράτορα, σχεδίαζαν τη δολοφονία του:
«Οπερ μεμαθηκώς ο Βαϊμούντος καί μή θέλων τήν Αντιόχειαν παραδούναι πρός τόν Τατίκιον κατά τούς προ γεγονότας πρός τόν βασιλέα όρκους, αλλ’ εαυτώ μνηστευόμενος ταύτην, βουλήν βουλεύεται πονηράν δι’ ής αυτόν άκοντα μεταναστεύσαι παρασκευάσειε. Προσελθών τοίνυν αυτλω φησιν, «Απόρρητόν τι αποκαλύψαι σοι βούλομαι, κηδόμενός σου της σωτηρίας. Λόγος τις τοις ωσί των κομήτων ενηχηθείς συνετάραξεν αυτών τάς ψυχάς, ότι τούς από του Χοροσάν ερχομένους ο βασιλεύς τόν σουλτάνον έπεισε καθ’ ημών εκπέμψαι. Τούτο δέ πιστόν οι κόμητες ηγησάμενοι κατά της σης μελετώσι ζωής. Καγώ μέν τουμόν ήδη πεπλήρωκα καί τόν επερχόμενόν σοι προείρηκα κίνδυνον, του λοιπού σόν εστιν, υπέρ της εαυτού καί των υπό σέ ταγμάτων φροντίσαι σωτηρίας.»
Πραγματικά, η έξαψη του στρατού τη στιγμή εκείνη ήταν τέτοια, ώστε ένας αποδιοπομπαίος τράγος ήταν επιθυμητός. Εκ παραλλήλου, ο βυζαντινός στρατηγός πίστευε ότι οι σταυροφόροι, εξασθενημένοι και με πεσμένο ηθικό από την πείνα, δεν θά μπορούσαν να κυριεύσουν το μεγάλο φρούριο. Η συμβουλή του να εξαναγκάσουν την πόλη να παραδοθεί από την πείνα καταλαμβάνοντας τα φρούρια που δέσποζαν των πιο μακρινών προσβάσεών της, είχε αγνοηθεί. Γι’ αυτό ο Τατίκιος ανάγγειλε ότι έπρεπε να επιστρέψει σε αυτοκρατορικό έδαφος για να οργανώσει πιο ικανοποιητικό σύστημα ανεφοδιασμού και επιβιβάστηκε σέ ένα πλοίο για την Κύπρο από το λιμάνι του Αγίου Συμεών. Αλλά μόλις έφυγε, οι προπαγανδιστές του Bohemund διέδωσαν ότι έφυγε από δειλία εν όψει της επικείμενης τουρκικής επιθέσεως.
Ο Βοημούνδος στο μεταξύ, είχε δημιουργήσει μια σχέση με έναν αξιωματικό μέσα στην πόλη της Αντιόχειας, του οποίου το όνομα ήταν Φιρούζ. Ο Φιρούζ (Firouz) ήταν Αρμένιος που είχε ασπασθεί τον μωαμεθανισμό (αρνησίθρησκος) και είχε καταλάβει μεγάλη θέση στην κυβέρνηση του Yaghi-Siyan. Ο Φιρούζ θά γίνονταν προδότης γιά δεύτερη φορά. Παρακίνησε τον Bohemund να συγκεντρώσει τον σταυροφορικό στρατό εκείνο το απόγευμα και να τον οδηγήσει προς ανατολάς, σαν να επρόκειτο να πάει ν’ αναχαιτίσει τον πρίγκηπα της Μοσσούλης Κερβογά (Kerbogha), κατόπιν, όταν θα νύχτωνε, οι στρατιώτες να γύριζαν στο δυτικό τείχος έχοντας μαζί τους σκάλες για ν’ ανεβούν στον πύργο όπου αυτός θα τους περίμενε.
Ο Bohemond de Tarente ακολούθησε τη συμβουλή του. Μόλις έδυσε ο ήλιος, ο σταυροφορικός στρατός ξεκίνησε βαδίζοντας προς ανατολάς με το ιππικό να προχωρεί στην κοιλάδα μπρος από την πόλη και το πεζικό ν’ ακολουθεί πίσω στα ορεινά μονοπάτια. Οι Τούρκοι μέσα στην πόλη τους είδαν να φεύγουν κι ανακουφίστηκαν περιμένοντας να περάσουν μια ήσυχη νύχτα. Αλλά στη μέση της νύχτας δόθηκε διαταγή σ’ όλο το στρατό να γυρίσει πίσω στο δυτικό τείχος. Λίγο πριν από την αυγή οι στρατιώτες του Bohemund έφθασαν μπροστά από τον “Πύργο των Δύο Αδελφών“. Μια σκάλα τοποθετήθηκε στον πύργο, και ο ένας μετά τον άλλον, εξήντα ιππότες ανέβηκαν επάνω με επικεφαλής τον Fulk de Chartres, και μπήκαν από ένα παράθυρο ψηλά στο τείχος, σε έναν θάλαμο όπου ο Φιρούζ περίμενε. Οι ιππότες έθεσαν καί άλλους πύργους υπό τον έλεγχό τους, ενώ μερικοί στρατιώτες κατέβηκαν στην πόλη και ξεσήκωσαν τους χριστιανούς κατοίκους και με τη βοήθειά τους άνοιξαν την “Πύλη του Αγίου Γεωργίου” και την “Μεγάλη Πύλη της Γέφυρας”, απέναντι από τις οποίες περίμενε ο όγκος του χριστιανικού στρατού.
Οι σταυροφόροι έμπαιναν τώρα από τις πύλες χωρίς να συναντούν σοβαρή αντίσταση. Έλληνες και Αρμένιοι ενώθηκαν μαζί τους για να καταδιώξουν κάθε Τούρκο που έβλεπαν. Ο ίδιος ο Yaghi-Siyan, όταν ξύπνησε από τις κραυγές, έκρινε ότι όλα είχαν χαθεί καί εξαφανίσθηκε με τη σωματοφυλακή του. Ορισμένοι Τούρκοι οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη πριν μπορέσουν οι σταυροφόροι να φθάσουν εκεί, αλλά όλοι οι υπόλοιποι κατεσφάγησαν. Μάλιστα ενισχύσεις πού εστάλησαν από τους Σελτζουκίδες της Περσίας, με αρχηγό τον εμίρη της Μοσούλης Κερβογά, κατενικήθηκαν, όταν σύμφωνα μέ τό θρύλο έγινε ένα μεγάλο θαύμα. Έπειτα από ένα όραμα, ένας προβηγκιανός προσκυνητής, ο Πιέρ Μπαρτελεμύ (Pierre Barthelemy), ξέθαψε στις 14 Ιουνίου, κάτω απ’ τις πλάκες μιας εκκλησίας της Αντιόχειας τήν “Αγία Λόγχη”. Οι Φράγκοι, ένιωσαν ξαφνικά να εμψυχώνονται από μια τέτοια φλόγα. Στις 28 Ιουνίου, την αυγή, ο Βοημούνδος έβγαλε το στρατό από την πύλη της γέφυρας καί με μία σφοδρή επέλαση των ιπποτών του συνέτριψε τόν τουρκικό στρατό. Την 28 Ιουνίου 1098, η πόλις πού είχε ιδρυθεί από τον μακεδόνα Σέλευκο Α’ τόν Νικάτορα, προς τιμήν του πατέρα του Αντίοχου (στρατηγού του Φιλίππου) ήταν και πάλι υπό χριστιανικό έλεγχο.
πηγή: www.agiasofia.com/
Πηγή:
http://chilonas.wordpress.com/2012/07/06/%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF-%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-4%CE%BF-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82/