H αλήθεια είναι ότι είμαστε μια γενιά που πέρασε την παιδική της ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι και οι τραυματισμοί περνούσαν με την αναμονή.
Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα σαραβαλάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, οδηγούσαμε μηχανές χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες και όμως δεν ανησυχούσαμε. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα.
Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά, gps, google maps. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους». Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου, αν δεν ήταν αρκετά δυνατός ώστε να αμυνθεί. Δεν είχαμε Playstation, δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Είχαμε όμως φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε παιχνίδια που αναπτύσσουν την επικοινωνία, τον χαρακτήρα και την αληθινή φύση.
Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε; Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ, όταν δεν δουλεύαμε για να αγοράσουμε το Σεπτέμβρη το αντικείμενο που ονειρευόμασταν. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα , όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room. Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.
Μα πάνω από όλα διδαχτήκαμε τις τρανές εκείνες στιγμές του Ελληνισμού, την ακμή, την γιγάντωση, την σκλαβιά και την πολυπόθητη ελευθερία που τόσοι και τόσοι ποθούσαν, μα τόσο λίγοι πάλεψαν για να την κατακτήσουν. Αναρωτιέμαι αν θα προκύψει κάποιος, από τη νέα γενιά, που θα αγωνιστεί με πείσμα και αφοσίωση, ή αν το σύστημα δούλεψε «σωστά» όλα αυτά τα χρόνια και απλά αφαλόκοψε όλη αυτή τη γενιά, που μπορεί με το πάτημα ενός κουμπιού να δει τον πλανήτη Άρη από δορυφορική λήψη, αλλά τα βρήκε όλα τόσο εύκολα και διαλυμένα, που κάπου εκεί απλά έχασε το νόημα. Λίγοι πάντα έδιναν τον Αγώνα τον καλό. Λίγοι και διαλεχτοί. Όχι για τα αξιώματα και τα οφίτσια, ούτε για λεφτά και δόξα. Μόνο για τη λευτεριά, για κείνη την γλυκιά Κυρά.