Ορισμένες περιοχές της Αθήνας και της Λάρισας βυθίζονται τα τελευταία χρόνια, ενώ ένα μέρος της Θεσσαλονίκης ανυψώνεται, αποκαλύπτει ένα νέο σύστημα για την παρακολούθηση των παραμορφώσεων σε μεγάλες εκτάσεις.
Η γη κάτω από τα πόδια μας σπάνια παραμένει σταθερή, επισημαίνει η ευρωπαϊκή διαστημική υπηρεσία ESA, η οποία συνέλεξε και επεξεργάστηκε τα δορυφορικά δεδομένα.
Οι μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών, η ενεργοποίηση σεισμικών ρηγμάτων, η εξόρυξη μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων είναι μερικοί από τους παράγοντες που προκαλούν κατακόρυφες μετατοπίσεις του εδάφους.
Η μέτρηση των μεταβολών αυτών δεν είναι πάντα εύκολη, ωστόσο η ακρίβεια της παρακολούθησης γίνεται τώρα πιο ακριβής χάρη σε ένα σύστημα επεξεργασίας δορυφορικών δεδομένων που αναπτύχθηκε στη Γερμανία για λογαριασμό της ESA.
Το σύστημα WAP (Wide Area Processor) αναλύει δεδομένα από δορυφορικά ραντάρ, των οποίων η ακτινοβολία ανακλάται πάνω σε μεταλλικές κατασκευές και κτήρια και επιστρέφει πίσω το δορυφόρο.
Η συνεχής μέτρηση αυτών των αντικειμένων στην πορεία των χρόνων μπορεί να προσδιορίσει τις κατακόρυφες μετατοπίσεις με την πρωτοφανή ακρίβεια του ενός χιλιοστού.
Οι μετρήσεις είναι πάντως, σύμφωνα με το Hellas.Now.gr περισσότερες, και άρα ακριβέστερες, στις αστικές περιοχές όπου υπάρχουν αρκετά κτήρια και μεταλλικές κατασκευές. Στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας υπήρχαν κατά μέσο όρο 10 σημεία μέτρησης ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στην Αθήνα ο αριθμός έφτασε τα 200 σημεία ανά km2.
Αναλύοντας περίπου 360 gigabyte δεδομένων από τους δορυφόρους ERS 1 και 2, το σύστημα WAP έχει χαρτογραφήσει μέχρι στιγμής τη μισή ηπειρωτική Ελλάδα. Οι χάρτες δείχνουν ότι ορισμένες περιοχές της Ελλάδας βυθίζονται έως και 10 χιλιοστά ανά έτος.
Υψηλή καθίζηση ανιχνεύθηκε στην Αθήνα, τη Λάρισα και γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο μεταξύ άλλων, ενώ καθιζήσεις και ανυψώσεις καταγράφηκαν μέσα και γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Επόμενο βήμα των ερευνητών θα είναι να καταγράψουν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις σε επίπεδο ολόκληρης ηπείρου.
Το πλεονέκτημα του WAP είναι ότι μπορεί να δεχθεί δεδομένα από πολλούς διαφορετικούς δορυφόρους, χαρακτηριστικό που επιταχύνει τη διαδικασία και αυξάνει την ακρίβεια των μετρήσεων.