Πολλοί τυφλοί – εξαιτίας κάποιου εγκεφαλικού επεισοδίου ή μιας κάκωσης του εγκεφάλου και όχι εξαιτίας τραυματισμού του ματιού – κάνουν κάτι αξιοπρόσεκτο.
Αν τοποθετήσουμε μπροστά τους ένα αντικείμενο, δεν μπορούν βέβαια να πουν τι αντικείμενο είναι αυτό ή που ακριβώς βρίσκεται.
Αν τους ζητήσουμε να το πιάσουν, θα πουν πως τους είναι αδύνατον αφού δεν το βλέπουν. Αν όμως πειστούν να προσπαθήσουν, καταφέρνουν να το βρουν, με μια σιγουριά που ξαφνιάζει ακόμα κι αυτούς τους ίδιους.
Αυτή η μυστηριώδης ικανότητα ονομάζεται «τυφλή όραση».Όπως λέει ο Anthony Marcel, ένας ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ που έχει κάνει έρευνες σε σχέση με την τυφλή όραση, αποδεικνύεται πως οι άνθρωποι αυτοί διαθέτουν μια έξοχη όραση αλλά δεν γνωρίζουν ότι μπορούν να δουν.
Χρησιμοποιώντας μια φωτογραφική μηχανή με μεγάλη ταχύτητα διαφράγματος, ο Marcel παρακολούθησε την ακριβή πορεία που διέγραψαν τα χέρια, οι παλάμες και τα δάκτυλα αυτών των ασθενών, καθώς πλησίαζαν τα αντικείμενα που συνειδητά δεν μπορούσαν να δουν. Όπως έδειξε το φιλμ, η προσέγγισή τους ήταν αρκετά ακριβής.
Σε τι μπορεί να οφείλεται αυτή η πραγματικά εκπληκτική επίδοση; Η άποψη των νευρολόγων για την τυφλή όραση είναι ότι η εγκεφαλική κάκωση που κατέστησε τυφλούς αυτούς τους ασθενείς περιορίζεται σε νευρωνικές περιοχές που επηρεάζουν την επίγνωση και όχι σε περιοχές που έχουν να κάνουν μ αυτή καθ αυτή την όραση.
Έτσι ενώ η όραση τους είναι θαυμάσια, αυτό που προσλαμβάνουν τα μάτια τους δεν μεταδίδεται ποτέ σ εκείνο το τμήμα του εγκεφάλου που κάνει αντιληπτό το οπτικό ερέθισμα. Η τυφλή όραση προτάσσει μια εκπληκτική πιθανότητα σχετικά με τον εγκέφαλο: ένα τμήμα του μπορεί να γνωρίζει ακριβώς τι κάνει ενώ το τμήμα που υποθετικά γνωρίζει, η επίγνωση, παραμένει σε άγνοια.
Ο Marcel πραγματοποίησε κι άλλες πειραματικές εργασίες οι οποίες κατέδειξαν πως και στους υγιείς ο νους έχει την ικανότητα να γνωρίζει δίχως επίγνωση του τι γνωρίζει. Ο Marcel έκανε αυτή την ανακάλυψη τυχαία, μελετώντας τον τρόπο που διάβαζαν τα παιδιά. Πρόβαλε με αστραπιαία ταχύτητα λέξεις πάνω σε μια οθόνη, μερικές τόσο γρήγορα που τα παιδιά δεν μπορούσαν καν να τις διαβάσουν.
Όταν τους ζήτησε να βρουν ποιες ήταν αυτές οι λέξεις εντυπωσιάστηκε από ένα πολύ «έξυπνο λάθος»: κάποια παιδιά του ανέφεραν λέξεις με νόημα πολύ σχετικό με το νόημα της λέξης που ζητούσε, ας πούμε του έλεγαν «μέρα» αντί για «νύχτα».
Με παρακινημένη την περιέργεια ο Marcel άρχισε να μελετάει το φαινόμενο πιο μεθοδικά. Πρόβαλε πια τις λέξεις μόνο για μερικά εκατοστά του δευτερολέπτου – με τέτοια ταχύτητα που όσοι έπαιρναν μέρος στο πείραμα δεν ήξεραν καν πως είχε περάσει από μπροστά τους η λέξη.
Έπειτα τους ρωτούσε ποια λέξη από τις δύο που ακολουθούσαν είχε το ίδιο νόημα ή έμοιαζε με τη λέξη που πριν λίγο είχε περάσει αστραπιαία μπροστά απ τα μάτια τους . Αν για παράδειγμα η λέξη που δεν είχαν δει ήταν «βιβλίο» η παρόμοια λέξη θα ήταν «κοιτάζω» και η συγγενής λέξη «διαβάζω».
Ακόμα κι όταν τα άτομα που έπαιρναν μέρος στο πείραμα δεν είχαν ιδέα για την αρχική λέξη, έπεφταν μέσα στις προβλέψεις τους κατά 90% περίπου κάθε φορά, πράγμα που αποτελεί καταπληκτικό ποσοστό ακρίβειας για ανθρώπους που δεν ήξεραν καν τι ήταν αυτό που διάβαζαν.
Το αποτελέσματα των μελετών πάνω σ αυτό που Marcel αποκαλεί «μη συνειδητή ανάγνωση» και την «τυφλή όραση» δεν μπορούν να εξηγηθούν με βάση την κοινή άποψη που έχουμε για τον εγκέφαλο.
Οι σύγχρονοι όμως ερευνητές έχουν υιοθετήσει μια μάλλον ριζοσπαστική συλλογιστική βάση: ένα μεγάλο μέρος, ίσως και το μεγαλύτερο, της νοητικής δραστηριότητας που ακολουθεί το ερέθισμα συνεχίζεται έξω από την επίγνωση μας.