Αλήθεια, ποιά θα ήταν η αντίδρασή σας, αν κάποιος σας έλεγε ότι οι Ελβετοί Γαλάτες του – 1ου αιώνα, είχαν ως επίσημη γραφή της διοικήσεώς τους την Ελληνικήν; Ασφαλώς όχι μόνον δεν θα σας έπειθε, αλλά θα νομίζατε ότι έχετε να κάνετε με αστήρικτες απόψεις κάποιου ευφάνταστου Έλληνα «εθνικιστή»!!
Όμως τι θα λέγατε αν μαθαίνατε ότι ο ευφάνταστος αυτός «εθνικιστής», δεν είναι άλλος από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Ρωμαίο θριαμβευτή των Γαλατικών πολέμων; Σίγουρα η πρώτη δικαιολογημένα ειρωνική σας διάθεση, μάλλον θα μετατρεπόταν σε έκπληξη και απορία.
Αλλά καλλίτερα να βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους και να ρίξουμε λίγο φως στην πληροφορία αυτή, την οποία σκόπιμα έχουν αποκρύψει από τους νεώτερους Έλληνες οι έχοντες την ευθύνη της Ελληνικής παιδείας, ρίχνοντας ταυτόχρονα και μία ματιά στην ιστορία, μέσα από την οποία η πληροφορία αυτή ήλθε στην γνώση μας:
Ο Γάϊος Ιούλιος Καίσαρ, εξελέγη Ύπατος της Ρώμης και διοικητής της πέραν των Άλπεων Γαλατίας από το έτος – 58 έως το – 51. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα διεξήγαγε τους γνωστούς πολέμους εναντίων των Γαλατών και των Γερμανών, αλλά και κατά των Βρετανών, τους οποίους πολέμους περιγράφει με σαφήνεια στο σύγγραμμά του «Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου» ή «De bello Gallico».
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα αυτά, κατά το έτος – 58, οι Ελβετοί Γαλάτες πιεζόμενοι, αφ’ ενός από τους βόρειους γείτονές τους Γερμανούς και αφ’ εταίρου λόγω της στενότητας του γονίμου εδάφους στο οποίο ζούσαν, επεχείρησαν να μεταναστεύσουν από την χώρα τους προς τις εύφορες πεδιάδες της κεντρικής Γαλατίας, καταστρέφοντας μάλιστα και καίγοντας τις πόλεις και τις κώμες στις οποίες ζούσαν, διά να μην υπάρξει καμία πιθανότητα να μετανοήσουν στην πορεία και να επιστρέψουν πίσω. Επειδή οι Ρωμαίοι, φοβούμενοι την δύναμη και την αποφασιστικότητά τους, δεν τους επέτρεψαν να διέλθουν μέσα από την επαρχία την οποία ήλεγχαν, από την εύκολη οδό της γέφυρας της Γενεύης, τειχίζοντας μάλιστα και οχυρώνοντας το νοτιοδυτικό άκρο της χώρας τους από την λίμνη Λεμάννη μέχρι το όρος Ιούρα και αποκλείοντάς τους την διάβαση του Ροδανού ποταμού, απέμεινε σ’ αυτούς ο δεύτερος, αλλά πλέον στενός και δύσβατος ορεινός δρόμος εξόδου, μέσα από την χώρα των Σηκουανών.
Με την μεσολάβηση του βασιλιά των Αιδούων Γαλατών Δουμνόριγα, οι Σηκουανοί επέτρεψαν την διάβαση στους Ελβετούς, οι οποίοι όμως φθάνοντας στην χώρα των Αιδούων και των Αμβάρρων, προξένησαν καταστροφές και λεηλασίες στους αγρούς και στις κώμες τους. Αυτοί έστειλαν πρέσβεις προς τον Ιούλιο Καίσαρα και ζήτησαν την βοήθειά του διά να απαλλαγούν από τις παρενοχλήσεις των Ελβετών.
Ο Καίσαρ, ο οποίος στο μεταξύ είχε ολοκληρώσει την στρατιωτική του προπαρασκευή στρατολογώντας τρείς νέες λεγεώνες, και αφού η αφορμή την οποίαν περίμενε του δόθηκε, ξεκίνησε το θέρος του – 58 με επτά λεγεώνες και επέπεσε αιφνιδιαστικά στον στρατό των Ελβετών, την ώρα κατά την οποίαν αυτοί διέβαιναν τον ποταμό Άραρι. Το ένα τέταρτο του στρατού των Ελβετών, το οποίον δεν είχε προλάβει να διαβεί τον ποταμό υπέστη συντριπτική ήττα.
Αμέσως μετά την μάχη αυτή, κατασκεύασε γέφυρα και διεπεραίωσε τις λεγεώνες του, καταδιώκοντας τις υπόλοιπες δυνάμεις των Ελβετών. Η αποφασιστική μάχη διεξήχθη πλησίον της Γαλατικής πόλεως Βίβρακτα, όπου οι Ελβετοί και οι σύμμαχοί τους νικήθηκαν και έχασαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και των αποσκευών τους. Μόνο ένα τμήμα τους κατόρθωσε να διαφύγει βόρεια στην χώρα των Λιγγόνων. Αλλά και αυτοί, μη ευρίσκοντας τροφές και εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον Καίσαρα, ο οποίος αφού θεώρησε εχθρούς και σκότωσε όσους βοήθησαν τους Ελβετούς να εξέλθουν από την χώρα τους, τους εναπομείναντες Ελβετούς τους εξανάγκασε να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους, ώστε να έχει στα βόρεια σύνορα της επαρχίας του ακίνδυνους πλέον υποτελείς και να μην καταλάβουν την χώρα αυτή οι Γερμανοί.
Οι Ρωμαίοι μετά την τελική νίκη τους, όταν έγιναν κύριοι του στρατοπέδου των Ελβετών, συλλέγοντες τα λάφυρα από αυτό, βρήκαν τα αρχεία της διοίκησης των Ελβετών, τα οποία ήταν γραμμένα στα… Ελληνικά!!
Ας δούμε όμως πώς ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρ, ως αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφει στα απομνημονεύματά του αυτή την πληροφορία:
«…Εις το στρατόπεδον των Ελβετών ανευρέθησαν πίνακες γεγραμμένοι δι’ Ελληνικών γραμμάτων και εις τον Καίσαρα παρεδόθησαν, εις τους οποίους πίνακες ονομαστικώς είχε κρατηθεί λογαριασμός, ποίος ο αριθμός όσων εκ της πατρίδος είχεν εξέλθει, ποίοι ηδύναντο να φέρουν όπλα, και επίσης χωριστά οι παίδες, οι γέροντες και οι γυναίκες. Τούτων όλων των κατηγοριών το σύνολον των ατόμων ήτο Ελβετών διακόσιες εξήντα τρείς χιλιάδες, Τουλίγγων τριάκοντα έξ χιλιάδες, Λατοβίκων δέκα τέσσερεις, Ραυρακών είκοσι τρείς, Βοΐων τριάκοντα δύο, εξ αυτών, εκείνοι οι οποίοι ηδύναντο να φέρουν όπλα ανήρχοντο εις ενενήκοντα δύο χιλιάδας. Το σύνολον απάντων ήσαν τριακόσιαι εξήκοντα οκτώ χιλιάδες. Ο αριθμός εκείνων, οι οποίοι επέστρεψαν εις την πατρίδα, αφού εγένετο απογραφή, καθώς είχε διατάξει ο Καίσαρ, ανευρέθη εκατόν δέκα χιλιάδες…»
De bello Gallico, βιβλίον Ι, 29, Εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα.
Η Ελληνική γραφή λοιπόν, όπως ιστορικά μαρτυρείται, ήταν ευρέως διαδεδομένη στον Ευρωπαϊκό χώρο και εχρησιμοποιείτο από λαούς όπως οι Γαλάτες και οι Κέλτες τουλάχιστον κατά τον – 1ο αιώνα. Η μαρτυρία δε του Ιουλίου Καίσαρα είναι βαρύνουσας σημασίας, επειδή με την αναφορά της, ο Ρωμαίος Ύπατος δεν εξυπηρετούσε καμία σκοπιμότητα και δεν απεκόμιζε κανένα πολιτικό ή στρατιωτικό ωφέλημα.
Ας γίνει λοιπόν αυτή η μαρτυρία έλεγχος συνείδησης στους σημερινούς Ευρωπαίους, οι οποίοι νομίζουν ότι η Πατρίδα μας τους χρωστάει, ενώ τα πάντα τα χρωστούν αυτοί στην Ιερή Ελλάδα!!
ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ