Κατά τον Ησίοδο ήταν πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης. «Οι μαύρες Κήρες, τρίζοντας τα άσπρα δόντια τους, με μάτια τρομερά, ματωμένες, αχόρταγες, μάλωναν ποια θα πάρει αυτούς που έπεφταν. Όλες λαχταρούσαν να πιουν το μαύρο αίμα. Όταν κρατούσαν έναν πολεμιστή που είχε πέσει νεκρός ή τραυματίας, βύθιζαν τα μεγάλα νύχια τους στη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο.
Αφού ρουφούσαν το αίμα του, πετούσαν το κουφάρι του πίσω τους και έτρεχαν, μέσα στο σάλαγο και τη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία». Ο μανδύας τους ήταν κατακόκκινος από το αίμα των πολεμιστών, που έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Χτυπούσαν παντού τον άνθρωπο, τόσο στο κρεβάτι του, όσο και πάνω στα κύματα της θάλασσας. Μερικές φορές τις ονόμαζαν σκύλες και κόρες του Άδη. Συνεπώς, ο τύπος αυτών των πνευμάτων του θανάτου πλησιάζει στον τύπο των Μοιρών. Κατά την αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος που γεννιέται είχε την Κήρα του, που σε όλη του την ζωή τον ακολουθούσε και προσδιόριζε την στιγμή του θανάτου του. Έτσι ο Αχιλλέας είχε να διαλέξει ανάμεσα στις δυο αυτές θεότητες. Η μια θα του εξασφάλιζε μακρά αλλά άδοξη ζωή αν δεν έφευγε από τον τόπο γέννησής του. Η άλλη του πρόσφερε σύντομη αλλά ένδοξη ζωή αν πήγαινε να πολεμήσει κάτω από τα τείχη της Τροίας.
Οι Κήρες, που ο Απολλώνιος ο Ρόδιος τις ονομάζει «γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς», ήταν δαίμονες που τις φοβόνταν όλοι κι ήταν πάντοτε έτοιμες να ορμήσουν. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες. Διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή.