Ο Χαβρίας ο Αθηναίος ήταν υιός του Κτησίππου καταγόμενος από την Αιξωνή (σημερινή Γλυφάδα Αττικής) και συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον επιφανών στρατηγών έχοντας επιτύχει πολλά αξιομνημόνευτα κατορθώματα.
Εξ’ αυτών το πλέον γνωστό είναι η οπλιτική τακτική σε μάχη που έδωσε το 378 π.Χ στις Ελευθερές των Θηβών, καθ’ οδόν προς ενίσχυση των Βοιωτών.
Στην εν λόγω συμπλοκή, όταν ο μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίλαος ΙΙ αισθάνθηκε σίγουρος για τη νίκη και τα αντίπαλα μισθοφορικά στρατεύματα είχαν τραπεί σε φυγή, ο Χαβρίας διέταξε την φάλαγγα του να παραμείνει στην θέση της και να αντιμετωπίσουν την επίθεση του εχθρού με το γόνατο τοποθετημένο σταθερά πίσω από την ασπίδα και την λόγχη προτεταμένη.
Ο Αγησίλαος, βλέποντας αυτόν τον σχηματισμό, δεν θέλησε να διακινδυνεύσει περαιτέρω απώλειες Σπαρτιατών και ζήτησε από τους άντρες του, που εν τω μεταξύ είχαν σπεύσει προς τα εμπρός, να υποχωρήσουν.
Αυτή η επινόηση συζητήθηκε ευρέως και απέκτησε μεγάλη φήμη σε όλη την Ελλάδα, ώστε να αναγερθεί προς τιμήν του στην αγορά άγαλμα δημοσία δαπάνη, αναπαριστώντας την συγκεκριμένη πολεμική στάση.
Συνέπεια αυτού ήταν η καθιέρωση ανέγερσης αγαλμάτων στους στρατηγούς που είχαν επιτύχει σημαντικές νίκες, με την αναπαράσταση των στάσεων μάχης, στα πρότυπα του αγάλματος του Χαβρία.
Υπήρξε σημαίνον στέλεχος της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας μαζί με τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και κατήγε σημαντικές νίκες κατά των Σπαρτιατών όπως στην ναυμαχία της Νάξου το 376 π.Χ.
Ο Χαβρίας ως στρατηγός των Αθηναίων, συμμετείχε σε πολλούς πολέμους, όπως όταν μετέβη στην Αίγυπτο κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, για να συνδράμει τον βασιλέα Νεκτάναβι, στην διασφάλιση του θρόνου του.
Πραγματοποίησε επίσης εκστρατεία στην Κύπρο το 388 π.Χ προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλέα Ευαγόρα εναντίον των Περσών, όπου με το πέρας της εκστρατείας είχε κατακτήσει όλο το νησί, επίτευγμα που απέφερε μεγάλη δόξα στους Αθηναίους.
Το 360 π.Χ ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αιγύπτου επί ηγεμονίας Φαραώ Ταώς και Περσών, όπου οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τον Αρταξέρξη και οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αιγυπτίους, από τους οποίους ο βασιλέας Αγησίλαος έλαβε μεγάλη ανταμοιβή.
Ο Χαβρίας βλέποντας την καλοτυχία του Αγησιλάου και θεωρώντας τον εαυτό του ισάξιο, έσπευσε να τους βοηθήσει με δική του πρωτοβουλία αναλαμβάνοντας την διοίκηση του Αιγυπτιακού στόλου, ενώ ο Αγησίλαος των χερσαίων δυνάμεων.
Αυτό είχε ως συνέπεια οι Πέρσες να στείλουν αντιπροσώπους στην Αθήνα, για να παραπονεθούν ότι ο Χαβρίας αντιμάχεται τον βασιλέα τους με την πλευρά των Αιγυπτίων.
Οι Αθηναίοι τότε έθεσαν προθεσμία στον Χαβρία να επιστρέψει στην Αθήνα και σε αντίθετη περίπτωση θα καταδικαζόταν σε θάνατο.
Ο Χαβρίας υπάκουσε και επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά δεν έμεινε εκεί περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο, καθότι στα μάτια των συμπατριωτών του διεφάνη ότι απέκλινε από την συνήθη στάση του (να ζει με τιμή υπερασπιζόμενος τις επιλογές του).
Διότι ένα κοινό φαινόμενο στα μεγάλα και ελεύθερα κράτη, είναι ότι «ο φθόνος είναι ο μόνιμος συνοδός της δόξας» και ότι οι άνθρωποι πρόθυμα υποβαθμίζουν εκείνους που βλέπουν να υψώνονται πάνω από τους άλλους.
Ο Χαβρίας έκτοτε επέλεξε να ζει μακριά από την πατρίδα του.
Φυσικά δεν ήταν ο μόνος που οικειοθελώς απείχε από την Αθήνα, αλλά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι άνδρες της εποχής του έπραξαν το ίδιο, θεωρώντας ότι θα παρέμεναν μακριά από το φθόνο, όσο ήταν μακριά από την πατρίδα τους.
Ενδεικτικά, ο Κόνων έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κύπρο, ο Ιφικράτης στη Θράκη, ο Τιμόθεος στη Λέσβο, ο Χάρης στο Σίγειο.
Ο Χαβρίας σκοτώθηκε το 357 π.Χ κατά τον Συμμαχικό πόλεμο με τον ακόλουθο τρόπο. Κατά την πολιορκία της Χίου από τους Αθηναίους, επέβαινε στον στόλο ως απλός στρατιώτης, αλλά είχε μεγαλύτερη επιρροή από ότι οι διοικούντες.
Οι στρατιώτες πίστευαν σε αυτόν και ακολουθούσαν πιστά τις κινήσεις του.
Αυτό το γεγονός επιτάχυνε το θάνατό του, διότι αδημονώντας να είναι ο πρώτος που θα εισέλθει στο λιμάνι, προέτρεψε τον κυβερνήτη να στρέψει το πλοίο προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά τα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου δεν ακολούθησαν.
Σύντομα βρέθηκε περικυκλωμένος από εχθρούς και ενώ μαχόταν με μεγάλη γενναιότητα, το πλοίο του εμβολίστηκε και άρχισε να βυθίζεται.
Παρόλο που θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κίνδυνο, αν είχε πηδήξει στη θάλασσα, επέλεξε να πεθάνει, παρά να εγκαταλείψει το πλοίο, ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα κολυμπώντας διέφυγε και έφθασε στα υπόλοιπα πλοία του Αθηναϊκού στόλου.
Εκείνος από την άλλη πλευρά προτίμησε τον ένδοξο θάνατο, από την ατίμωση, πολεμώντας με τον εχθρό μέχρι τέλους.