Στην αρχαία Ελλάδα, η περηφάνια ήταν ανεπτυγμένη σε τέτοιον βαθμό, όπου το προσκύνημα προς άλλον άνθρωπο, όποιος κι αν ήταν αυτός, θεωρούνταν πράξη κατάπτυστη. Μόνο οι βάρβαροι θα μπορούσαν να την πράξουν.
Οι Έλληνες όταν ήθελαν να προσευχηθούν στους θεούς, δεν έσκυβαν κι δεν γονάτιζαν, αλλά έτειναν τα χέρια προς τον ουρανό.
Σε αρχαία Ελληνικά κείμενα, υπάρχει πλήθος επικριτικών και καταδικαστικών αναφορών για το προσκύνημα.
Ενδεικτικά:
«Οι Αιγύπτιοι δεν ομοιάζουν με τους Έλληνες· αντί να χαιρετηθούν όταν συναντηθούν στους δρόμους, προσκυνούν κατεβάζοντας μέχρι το γόνατο το χέρι» (Ηρόδοτος, «Ευτέρπη», 80).
«Το προσκύνημα αφορά μόνον τους βάρβαρους» (Δημοσθένης 549.16).
«Οι Πυθαγόρειοι απείχαν από δεήσεις και ικεσίες κι από κάθε είδους ανελεύθερη κολακεία, ως άνανδρες και ταπεινές» (Ιάμβλιχος, «Πυθαγορικός Βίος», 236).
«Ο Μίνως, ως δικαστής στον Άδη, απέστελλε στους χώρους των ασεβών και τις ψυχές όσων είχαν την απαίτηση ή απλώς ανέχονταν να προσκυνούνται ενόσω ζούσαν» (Λουκιανός, «Νεκυομαντεία», 473).
«Αυτός που σκύβει, ταπεινώνει την ψυχή του» (Λουκιανός, «Νιγρίνος», 21).
Απόσπασμα από Τζουλιάννα Μελά