Πoλλοί ησχολήθησαν ν' αποδείξουν την αρχική καταγωγήν των Αναστεναρίων και των λατρευτικών των οργίων, όσα δε μέχρι σήμερον ιστορικά γνωρίζομεν περί αυτών, δεν αρκούν δια να μας αποκαλύψουν την ιστορικήν αρχή των, αν δηλαδή ταύτα ανεπτύχθησαν κατά τον Μεσαίωνα εν τη βορείω Θράκη, όπου ποικίλα έθνη και διάφοραι θρησκευτικαί αιρέσεις διεσταυρώθησαν ή αν είναι αρχαία προχριστιανική κληρονομιά. Εν' τούτοις, ασχέτως προς την απόδειξιν της ιστορικής συνέχειας, είναι αξία σημειώσεως, ως παρατηρεί και ο Χουρμουζιάδης, η ομοιότης των οργιαστικών τελετών των Ανεσταναρίων προς τα όργια της εκ Θράκης εις την Ελλάδα εισαχθείσης και διαδοθείσης οργιαστιακής του Διονύσου λατρείας.
Τα θρακικά διονυσιακά όργια, κατά την επιτυχή περιγραφή του Rohde, ετελούντο εις τα όρη, εν καιρώ σκοτεινής νυκτός, και υπό το ασταθές φως των δαδών θορυβώδης μουσική αντηχεί, ο ταραχώδης ήχος χαλκίνων κυμβάλων, η υπόκωφος βροντή μεγάλων τυμπάνων και η "μανίας επαγωγός ομοκλά", κατά τον Αισχύλο, βαθύηχων αυλών. Υπό της αγρίας αυτής μουσικής του οίνου των μεθυστικών ενίοτε καπνών καννάβεως διεγειρόμενοι οι θιασώται, εχόρευον εκβάλλοντες αγρίας ιαxάς. Περί ασμάτων ουδείς λόγος. Του χορού η έντασις δεν άφηνε την προς τούτο απαιτούμενην πνοή. Διότι ο χορός αυτός δεν είχε τίποτα το ομοιάζον προς το έρρυθμο βήμα των ομηρικών Ελλήνων, χορευόντων τον παιάνα. Ο θίασος των οργιαστών έτρεχεν εις τα όρη, χορεύων χορόν μανιακόν και δινούμενος και κλονιζόμενος και ενθουσιών. Ούτω δ' έξαλλος επέπιπτεν επί του ιερού ταύρου, τον οποίον κατεκερμάτιζε ζώντα και ωμά τα κρέατα κατέπινε. Σκοπός δε του οργιασμού τούτου ήτο ο ενθουσιασμός, η ένωσις δηλαδή του ανθρώπου προς τον θεόν ή η ενσάρκωσις του θεού εις τον άνθρωπο δια της εκστάσεως, την οποία επετύγχανον δια του χορού, της μουσικής, του οίνου και των μεθυστικών καπνών.
Η ομοιότης των τελετών των Ανεσταναρίων προς τα διονυσιακά ταύτα όργια είναι καταφανής, όπως υπάρχη ομοιότης με τας μαντικάς και άλλας ιδιότητας, αίτινες απεδίδοντο παρά τοις αρχαίοις κατοίκοις της Θράκης εις τον Διόνυσος και παρετηρούντο μέχρι των τελευταίων χρόνων παρά τοις Αναστεναρίοις της Β. Θράκης. Αλλά και μεταξύ των διονυσιακών εορτών των αρχαίων Ελλήνων, παρ' όλη την επελθούσαν εξηµέρωσιν των σχετικών εθίµων, και των οργίων των Αναστεναρίων της Β. Θράκης υπάρχει µεγάλη οµοιότης. Όπως αι Βάκχαι και αι Μαινάδες εις την βακχική ποµπήν, ούτω και τα Αναστενάρια -άνδρες και γυναίκες- εχόρευον έξαλλοι µε οιστροµανίαν, γυµνόποδες και µε λελυµένην την κόµην. Και όπως οι αρχαίοι θιασώται του Διονύσου, κρατούντες εις την δεξιάν χείραν θύρσον και εις την αριστερά, αγαλµάτιον του Βάκχου, ωργίαζον επιφωνούντες "ευοί ευάν", ούτω και τα αναστενάρια έφερον τας εικόνας και οργίαζον επιφωνούντα "εχ εχ ιχ ιχ ουχ ουχ".
Ο χορός και εδώ, όπως και εκεί, εθεωρείτο ιερός και η µουσική αχώριστος και απαραίτητος. Αλλά σπουδαιοτέραν σηµασίαν και βαθυτέρα οµοιότητα προς τα αρχαία Διονύσια µυστήρια έχει η κατά την τελετήν των Αναστεναριών διανοµή κατά τεµάχια ωµά του κρέατος του σφαζοµένου ταύρου, ανάλογος δηλονότι προς την κρεανοµίαν των αρχαίων. Είναι, εξ' άλλου, γνωστόν, ότι κατά την αρχαιότητα εγίνετο εις τα Διονύσια τελετή, καλούµενη ωµοφαγία, καθ' ην οι µεµυηµένοι εις αυτήν έτρωγον τας ωµάς σάρκας του ταύρου. Επίστευον δε ότι δια του µέσου τούτου ο θεός Διόνυσος κατήρχετο εις αυτούς και εγέµιζε τας ψυχάς των δια της θεότητός του. Τούτο δε είχε καταντήσει µυστικισµός, εθεωρείτο δηλαδή µια µυστηριώδης επικοινωνία µε τον Διόνυσο, ως εξαγνισµός της ψυχής, ελπίς δια καλλιτέραν ζωήν. Τέλος, εάν ξένος τις, παρευρεθείς κατά τα όργια των Αναστεναρίων, ήθελε περιγαλάσει αυτά, ωρισµνένως θα εφονεύετο, όπως κατεσπαράχθη εις τον Κιθαιρώνα υπό της µητρός του ο Πενθέας, ως ασεβήσας προς τα όργια του Βάκχου.
Είτε θεωρηθούν ως λείψανον µεσαιωνικής αιρέσεως, είτε ως εκχριστιανική επιβίωσις της οργιαστικής θρακικής λατρείας του Διονύσου τα σηµερινά Αναστενάρια, άτινα επίσης έχουν ως κοιτίδα τον Αίµο, το βέβαιο είναι ότι ταύτα ανήκουν εις την µεγάλην τάξιν των οργιαστικών λατρειών, αίτινες όλαι, αρχαίαι και νεώτεραι, σκοπόν έχουν δια της εκστάσεως να αφοµοιώσουν τον άνθρωπο προς το θείο.
Αναδηµοσίευση από τον τρίτο τόµο τις "Μυθολογίας της Γεωργίας" του ΑΛ Λέτσα "1957"